λευκοχίτωνος: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(23) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λευκοχίτωνος]], -ον και [[λευκοχίτων]], ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ή φορεί [[λευκό]] χιτώνα. | |mltxt=[[λευκοχίτωνος]], -ον και [[λευκοχίτων]], ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ή φορεί [[λευκό]] χιτώνα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λευκοχίτωνος:''' [ῐ], -ον, ὁ, ἡ, ντυμένος με [[λευκό]] χιτώνα, σε Βατραχομ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A white-coated, ἥπατα Batr.37.
Greek Monolingual
λευκοχίτωνος, -ον και λευκοχίτων, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει ή φορεί λευκό χιτώνα.
Greek Monotonic
λευκοχίτωνος: [ῐ], -ον, ὁ, ἡ, ντυμένος με λευκό χιτώνα, σε Βατραχομ.