ἁ: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
(1) |
(0) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁ:'''<b class="num">I.</b> Δωρ. αντί άρθρου <i>ἡ</i>. II. <i>ἅ</i>, Δωρ. αντί της αναφορ. αντων. <i>ἥ</i>. III. <i>ᾇ</i>, Δωρ. αντί <i>ᾗ</i>, θηλ. δοτ. του <i>ὅς</i>. | |lsmtext='''ἁ:'''<b class="num">I.</b> Δωρ. αντί άρθρου <i>ἡ</i>. II. <i>ἅ</i>, Δωρ. αντί της αναφορ. αντων. <i>ἥ</i>. III. <i>ᾇ</i>, Δωρ. αντί <i>ᾗ</i>, θηλ. δοτ. του <i>ὅς</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁ:''' (ᾱ) дор. = [[ἡ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἡ, fém. de ὁ.
Greek Monotonic
ἁ:I. Δωρ. αντί άρθρου ἡ. II. ἅ, Δωρ. αντί της αναφορ. αντων. ἥ. III. ᾇ, Δωρ. αντί ᾗ, θηλ. δοτ. του ὅς.
Russian (Dvoretsky)
ἁ: (ᾱ) дор. = ἡ.