ἁ: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
(1)
(0)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁ:'''<b class="num">I.</b> Δωρ. αντί άρθρου <i>ἡ</i>. II. <i>ἅ</i>, Δωρ. αντί της αναφορ. αντων. <i>ἥ</i>. III. <i>ᾇ</i>, Δωρ. αντί <i>ᾗ</i>, θηλ. δοτ. του <i>ὅς</i>.
|lsmtext='''ἁ:'''<b class="num">I.</b> Δωρ. αντί άρθρου <i>ἡ</i>. II. <i>ἅ</i>, Δωρ. αντί της αναφορ. αντων. <i>ἥ</i>. III. <i>ᾇ</i>, Δωρ. αντί <i>ᾗ</i>, θηλ. δοτ. του <i>ὅς</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁ:''' (ᾱ) дор. = [[ἡ]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἡ, fém. de ὁ.

Greek Monotonic

ἁ:I. Δωρ. αντί άρθρου . II. , Δωρ. αντί της αναφορ. αντων. . III. , Δωρ. αντί , θηλ. δοτ. του ὅς.

Russian (Dvoretsky)

ἁ: (ᾱ) дор. = .