καθοπλίζω: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(18) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[καθοπλίζω]])<br />[[εφοδιάζω]], [[εξοπλίζω]] εντελώς, [[αρματώνω]] με όλα τα όπλα («καθοπλίσας [[τῆδε]] τῆ πανοπλίᾳ», Αισχίν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταπολεμώ]], [[κατανικώ]] κάποιον («τὸ μὴ καθοπλίσασα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καθοπλίζομαι</i><br />α) [[είμαι]] εφοδιασμένος, εξοπλισμένος εντελώς («ὑμᾱς ὁρῶν... καθωπλισμένους οὕτω», <b>Ξεν.</b>)<br />β) [[είμαι]] εφοδιασμένος με [[κάτι]] («τῷ θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος» ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὁπλίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]])]. | |mltxt=(Α [[καθοπλίζω]])<br />[[εφοδιάζω]], [[εξοπλίζω]] εντελώς, [[αρματώνω]] με όλα τα όπλα («καθοπλίσας [[τῆδε]] τῆ πανοπλίᾳ», Αισχίν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταπολεμώ]], [[κατανικώ]] κάποιον («τὸ μὴ καθοπλίσασα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καθοπλίζομαι</i><br />α) [[είμαι]] εφοδιασμένος, εξοπλισμένος εντελώς («ὑμᾱς ὁρῶν... καθωπλισμένους οὕτω», <b>Ξεν.</b>)<br />β) [[είμαι]] εφοδιασμένος με [[κάτι]] («τῷ θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος» ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὁπλίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καθοπλίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξοπλίζω]] ή [[οπλίζω]] πλήρως, <i>τῇ πανοπλίᾳ</i>, σε Αισχίν. — Παθ., είμαι οπλισμένος, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα</i>, αυτή που έχει οπλιστεί [[εναντίον]] της ατιμίας, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
A equip, arm fully, τῇ πανοπλία Aeschin.3.154, cf. Decr. ap.D.18.116, Aristeas 14:—Med., arm oneself fully, Batr.122, 160, Plb.3.62.7, Plu.Phil.9, etc.; παντοπλίας κ. arm oneself in . ., LXX 4 Ma.3.12:—Pass., to be so armed, X.Cyr.2.1.11; καθωπλισμένοι εἰς τὰ Μακεδονικά D.S.19.27; θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος furnished with . ., LXX 4 Ma.7.11: metaph., καλοκἀγαθίᾳ ib.11.22. II array, set in order: metaph., τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα δύο φέρειν so ordering that which is not well as to... S.El.1087 (lyr., Sch. καταπολεμήσασα τὸ αἰσχρὸν καὶ νικήσασα).
German (Pape)
[Seite 1288] bewaffnen, ausrüsten, τῇ πανοπλίᾳ Aesch. 3, 154, Sp., wie Plut. Cam. 34; die Bdtg »mit den Waffen bekämpfen, besiegen« ist falsch aus Soph. El. 1076 hergeleitet, wo τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα = »das Verbrechen bewaffnend« ist. – Med. sich rüsten, Pol. 3, 62, 7 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
καθοπλίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ὁπλίζω ἐντελῶς, καθοπλίσας τῇδε τῇ πανοπλίᾳ Αἰσχίν. 75. 33, πρβλ. Ψήφισμα παρὰ Δημ. 265. 23, Πλουτ. Φιλοπ. 9. - Μέσ., ὁπλίζομαι ἐντελῶς, Πολύβ. 3. 62, 7, κτλ.· τὰς παντευχίας καθωπλίσαντο Ἰώσηπος εἰς Μακκ 3, περὶ τὸ τέλος. - Παθ., εἶμαι ὡπλισμένος, ὑμᾶς ὁρῶν.. καθωπλισμένους οὕτω Ξεν. Κύρ. 2. 1, 11· τῷ θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος, ἐφωδιασμένος μέ.., Ἰώσηπος εἰς Μακκ. 7. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ἠλ. 1086, ἡ φράσις: τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. «καταπολεμήσασα τὸ αἰσχρὸν καὶ νικήσασα», ἀλλὰ τὸ καθοπλίσασα φαίνεται ἡ τοῦ J. H. H. Schmidt, ἥτις εἶναι: ἀπολακτίσασα, ἴδε Σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ao. καθώπλισα;
1 armer;
2 triompher de, vaincre, acc..
Étymologie: κατά, ὁπλίζω.
English (Strong)
from κατά; and ὁπλίζω; to equip fully with armor: arm.
English (Thayer)
perfect passive participle καθωπλισμένος; "to arm (fully (cf. κατά, III:1 at the end)), furnish with arms": Xenophon, Plutarch, and others; the Sept..)
Greek Monolingual
(Α καθοπλίζω)
εφοδιάζω, εξοπλίζω εντελώς, αρματώνω με όλα τα όπλα («καθοπλίσας τῆδε τῆ πανοπλίᾳ», Αισχίν.)
αρχ.
1. καταπολεμώ, κατανικώ κάποιον («τὸ μὴ καθοπλίσασα», Σοφ.)
2. παθ. καθοπλίζομαι
α) είμαι εφοδιασμένος, εξοπλισμένος εντελώς («ὑμᾱς ὁρῶν... καθωπλισμένους οὕτω», Ξεν.)
β) είμαι εφοδιασμένος με κάτι («τῷ θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος» ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὁπλίζω (< ὅπλον)].
Greek Monotonic
καθοπλίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. εξοπλίζω ή οπλίζω πλήρως, τῇ πανοπλίᾳ, σε Αισχίν. — Παθ., είμαι οπλισμένος, σε Ξεν.
II. τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα, αυτή που έχει οπλιστεί εναντίον της ατιμίας, σε Σοφ.