τίν: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(41)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τίνη]] Α<br />(δωρ. τ. της δοτ. και αιτ. της προσ. αντων. β' προσ.) <b>βλ.</b> <i>εσύ</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>εσύ</i>].
|mltxt=και [[τίνη]] Α<br />(δωρ. τ. της δοτ. και αιτ. της προσ. αντων. β' προσ.) <b>βλ.</b> <i>εσύ</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>εσύ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τίν:''' [ῑ],<br /><b class="num">I.</b> όπως το <i>τεΐν</i>, Δωρ. δοτ. του <i>σύ</i>.<br /><b class="num">II.</b> Δωρ. αντί <i>σέ</i>.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίν Medium diacritics: τίν Low diacritics: τιν Capitals: ΤΙΝ
Transliteration A: tín Transliteration B: tin Transliteration C: tin Beta Code: ti/n

English (LSJ)

Dor. dat. and acc. of σύ (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1117] dor. = σοί, dat. zu σύ, wie τεΐν, fast immer orthotonirt; Pind.; Callim. 29. 30 (VI, 347. 351); nur Theocr. 21, 28 enklitisch. – Auch accus., = σέ, orthotonirt; Pind. P. 8, 68; Theocr. 11, 39. 55. 68; Apoll. Dysc.

Greek (Liddell-Scott)

τίν: [ῑ], Δωρ. δοτ. τοῦ σύ, ὡς τὸ τεΐν. Πινδ. Ο. 11. 113, Θεόκρ. 2. 11, κ. ἀλλ. - οὐδαμοῦ ἐγκλίνεται· διότι ἐν Θεοκρ. 21. 28 ἤδη διορθοῦται τοι ΙΙ. Δωρ. ἀντὶ σέ, ὡσαύτως μετὰ τοῦ τόνου, Κόριννα 4, Πίνδ. 8, 67, Θεόκρ. 11. 39, 55, 68.

Greek Monolingual

και τίνη Α
(δωρ. τ. της δοτ. και αιτ. της προσ. αντων. β' προσ.) βλ. εσύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εσύ].

Greek Monotonic

τίν: [ῑ],
I. όπως το τεΐν, Δωρ. δοτ. του σύ.
II. Δωρ. αντί σέ.