δόκιμος: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δόκιμος]], -ον)<br />[[εκείνος]] του οποίου η [[αξία]] ή η [[ικανότητα]] έχει δοκιμαστεί, κριθεί και αναγνωριστεί («[[δόκιμος]] [[πολιτικός]], [[ποιητής]], [[πολεμιστής]] κ.λπ.»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διέρχεται το [[στάδιο]] της προπαρασκευής και της δοκιμασίας, [[μαθητευόμενος]]<br /><b>2.</b> [[υποψήφιος]] [[μοναχός]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της δοκιμασίας [[πριν]] από την [[κουρά]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «δόκιμη [[λέξη]], [[φράση]], [[σύνταξη]] κ.λπ.» — αυτή που απαντά σε καθιερωμένους συγγραφείς<br /><b>2.</b> «[[δόκιμος]] [[αξιωματικός]]» — [[έφεδρος]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της φοίτησής του σε στρατιωτική [[σχολή]] ώσπου να ορκιστεί ως [[αξιωματικός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δόκιμος]]<br />α) [[δόκιμος]] [[αξιωματικός]]<br />β) [[σπουδαστής]] της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, του Πολεμικού Ναυτικού ή τών Σχολών του Εμπορικού Ναυτικού<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />δοκιμασμένος στην [[πίστη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κατάλληλος]], [[ενδεδειγμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αξιόπιστος]]<br /><b>2.</b> [[ευπρόσδεκτος]] («δόκιμον ἔαρ», «[[δόκιμος]] [[ὕμνος]]»)<br /><b>3.</b> [[μεγάλος]], [[ονομαστός]] («[[δόκιμος]] [[ποταμός]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δοκ</i>- του [[δοκώ]]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δόκιμος]], -ον)<br />[[εκείνος]] του οποίου η [[αξία]] ή η [[ικανότητα]] έχει δοκιμαστεί, κριθεί και αναγνωριστεί («[[δόκιμος]] [[πολιτικός]], [[ποιητής]], [[πολεμιστής]] κ.λπ.»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διέρχεται το [[στάδιο]] της προπαρασκευής και της δοκιμασίας, [[μαθητευόμενος]]<br /><b>2.</b> [[υποψήφιος]] [[μοναχός]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της δοκιμασίας [[πριν]] από την [[κουρά]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «δόκιμη [[λέξη]], [[φράση]], [[σύνταξη]] κ.λπ.» — αυτή που απαντά σε καθιερωμένους συγγραφείς<br /><b>2.</b> «[[δόκιμος]] [[αξιωματικός]]» — [[έφεδρος]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της φοίτησής του σε στρατιωτική [[σχολή]] ώσπου να ορκιστεί ως [[αξιωματικός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δόκιμος]]<br />α) [[δόκιμος]] [[αξιωματικός]]<br />β) [[σπουδαστής]] της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, του Πολεμικού Ναυτικού ή τών Σχολών του Εμπορικού Ναυτικού<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />δοκιμασμένος στην [[πίστη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κατάλληλος]], [[ενδεδειγμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αξιόπιστος]]<br /><b>2.</b> [[ευπρόσδεκτος]] («δόκιμον ἔαρ», «[[δόκιμος]] [[ὕμνος]]»)<br /><b>3.</b> [[μεγάλος]], [[ονομαστός]] («[[δόκιμος]] [[ποταμός]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δοκ</i>- του [[δοκώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δόκιμος:''' -ον ([[δέχομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> δοκιμασμένος, αυτός που έχει εξετασθεί, ελεγχθεί, ελεγμένος, [[κυρίως]] λέγεται για μέταλλα, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά:<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, εγκεκριμένος, [[αποδεκτός]], [[έγκριτος]], Λατ. [[probus]], σε Ηρόδ.· <i>δοκιμώτατος Ἑλλάδι</i>, περισσότερο [[αποδεκτός]], φημισμένος στην [[Ελλάδα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[εξαίρετος]], αξιοσημείωτος, [[αξιομνημόνευτος]], [[ευάρεστος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ. <i>-μως</i>, πραγματικά, αληθινά, ειλικρινά, σε Αισχύλ., Ξεν.
}}
}}