θυσανόεις: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(17)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυσανόεις]] και για μετρ. λόγ. [[θυσσανόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει θυσάνους, αυτός που έχει φούντες, [[κροσσωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύσανος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αιματ</i>-<i>όεις</i>, <i>αστερ</i>-<i>όεις</i>)].
|mltxt=[[θυσανόεις]] και για μετρ. λόγ. [[θυσσανόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει θυσάνους, αυτός που έχει φούντες, [[κροσσωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύσανος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αιματ</i>-<i>όεις</i>, <i>αστερ</i>-<i>όεις</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θῠσανόεις:''' Επικ. [[θυσσανόεις]], -εσσα, -εν, αυτός που έχει φούντες ή κρόσσια, λέγεται για την [[αιγίδα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 20:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠσᾰνόεις Medium diacritics: θυσανόεις Low diacritics: θυσανόεις Capitals: ΘΥΣΑΝΟΕΙΣ
Transliteration A: thysanóeis Transliteration B: thysanoeis Transliteration C: thysanoeis Beta Code: qusano/eis

English (LSJ)

Ep. θυσσανόεις, εσσα, εν,

   A tasseled, fringed, Hom. (only in Il.), αἰγίδα θυσσανόεσσαν 15.229, 17.593, al.; ἀσπίδα (v.l. αἰγίδα) θ. 21.400.

German (Pape)

[Seite 1228] εσσα, εν, ep. nur θυσσανόεσσα, mit Troddeln u. Quasten versehen, Hom. θυσσανόεσσα αἰγίς Il. 15, 229. 17, 593 u. öfter, ἀσπίς 21, 400.

Greek (Liddell-Scott)

θῠσανόεις: Ἐπικ. θυσσανόεις, εσσα, εν, μετὰ θυσάνων, κροσσωτός, Ὅμ. (μόνον ἐν Ἰλ.)· αἰγίδα θυσσανόεσσαν Ο. 229· Ρ. 593, κτλ.· ἀσπίδα θ. Φ. 400.

French (Bailly abrégé)

épq. θυσσανόεις;
όεσσα, όεν;
garni de franges.
Étymologie: θύσανος.

English (Autenrieth)

εσσα (θύσανος): tasselled, many-tasselled, of the aegis. (Il.)

Greek Monolingual

θυσανόεις και για μετρ. λόγ. θυσσανόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει θυσάνους, αυτός που έχει φούντες, κροσσωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αιματ-όεις, αστερ-όεις)].

Greek Monotonic

θῠσανόεις: Επικ. θυσσανόεις, -εσσα, -εν, αυτός που έχει φούντες ή κρόσσια, λέγεται για την αιγίδα, σε Ομήρ. Ιλ.