ἄνους: Difference between revisions

3
(4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν (AM [[ἄνους]] και [[ἄνοος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[άμυαλος]], [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> [[επιπόλαιος]], [[ασύνετος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[άνοια]].
|mltxt=-ουν (AM [[ἄνους]] και [[ἄνοος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[άμυαλος]], [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> [[επιπόλαιος]], [[ασύνετος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[άνοια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄνους:''' -ουν, συνηρ. αντί [[ἄνοος]].
}}
}}