ἀντίλυτρον: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
(4)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντίλυτρον]], το (AM)<br />αυτό που δίνεται [[αντί]] λύτρων, [[αντίτιμο]] για τη [[λύτρωση]]<br />(«Ἰησοῡς, ὁ δοὺς ἑαυτὸν [[ἀντίλυτρον]] [[ὑπὲρ]] πάντων»<br />ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />το [[αντίδοτο]].
|mltxt=[[ἀντίλυτρον]], το (AM)<br />αυτό που δίνεται [[αντί]] λύτρων, [[αντίτιμο]] για τη [[λύτρωση]]<br />(«Ἰησοῡς, ὁ δοὺς ἑαυτὸν [[ἀντίλυτρον]] [[ὑπὲρ]] πάντων»<br />ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />το [[αντίδοτο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντίλυτρον:''' -ου, τό, [[λύτρο]], [[εξαγορά]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίλυτρον Medium diacritics: ἀντίλυτρον Low diacritics: αντίλυτρον Capitals: ΑΝΤΙΛΥΤΡΟΝ
Transliteration A: antílytron Transliteration B: antilytron Transliteration C: antilytron Beta Code: a)nti/lutron

English (LSJ)

τό,

   A ransom, 1 Ep.Ti.2.6.    2 antidote, remedy, Orph. L.593.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίλυτρον: -ου, τό, τὸ ἀντὶ λύτρου διδόμενον, «Χριστὸς Ἰησοῦς, ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων» Ἐπιστ. πρὸς Τιμ. Α΄, β΄, 6. 2) ἐν Ὀρφ. Λιθ. 587, ἀντίδοτον φάρμακον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 rançon;
2 remède.
Étymologie: ἀντί, λύτρον.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 rescate τῆς ἰδίας ... γυναικός Polyaen.Exc.52
crist. de la redención de Cristo, Al.Ps.48.9, ὑπὲρ πάντων 1Ep.Ti.2.6, ἡμῶν Eus.M.24.457C, 22.768B.
2 antídoto, remedio ἀ. κρατερώτατον Orph.L.593.

English (Strong)

from ἀντί and λύτρον; a redemption-price: ransom.

English (Thayer)

ἀντιλύτρου, τό, what is given in exchange for another as the price of his redemption, ransom: Orphica lith. 587; (cf. Winer's Grammar, 25).)

Greek Monolingual

ἀντίλυτρον, το (AM)
αυτό που δίνεται αντί λύτρων, αντίτιμο για τη λύτρωση
(«Ἰησοῡς, ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων»
ΚΔ)
αρχ.
το αντίδοτο.

Greek Monotonic

ἀντίλυτρον: -ου, τό, λύτρο, εξαγορά, σε Καινή Διαθήκη