ἀνθρήνη: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθρήνη]], η (Α)<br />[[είδος]] μέλισσας (Ησύχιος) ή σφήκας ([[Σούδα]]). (Κατά τον Αριστοτέλη η [[λέξη]] δήλωνε διάφορα είδη συγγενικά με τις μέλισσες και τις σφήκες).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπάρχει η [[τάση]] να συνδέεται ο τ. [[ανθρήνη]] με τα [[αθήρ]], [[ανθέριξ]] «το ακανθώδες [[μέρος]] του σταχιού και [[αιχμή]], [[κόψη]] κοφτερών οργάνων και ειδικότερα όπλων» λόγω της έννοιας «[[κεντώ]], [[τρυπώ]], [[είμαι]] [[οξύς]]». Εντούτοις, αν η λ. [[ανθρήνη]] [[είναι]] η αρχαιότερη, [[είναι]] δυνατόν να αποτελεί [[δάνειο]] αιγαιακής προέλευσης].
|mltxt=[[ἀνθρήνη]], η (Α)<br />[[είδος]] μέλισσας (Ησύχιος) ή σφήκας ([[Σούδα]]). (Κατά τον Αριστοτέλη η [[λέξη]] δήλωνε διάφορα είδη συγγενικά με τις μέλισσες και τις σφήκες).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπάρχει η [[τάση]] να συνδέεται ο τ. [[ανθρήνη]] με τα [[αθήρ]], [[ανθέριξ]] «το ακανθώδες [[μέρος]] του σταχιού και [[αιχμή]], [[κόψη]] κοφτερών οργάνων και ειδικότερα όπλων» λόγω της έννοιας «[[κεντώ]], [[τρυπώ]], [[είμαι]] [[οξύς]]». Εντούτοις, αν η λ. [[ανθρήνη]] [[είναι]] η αρχαιότερη, [[είναι]] δυνατόν να αποτελεί [[δάνειο]] αιγαιακής προέλευσης].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθρήνη:''' ἡ, [[σφήκα]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 20:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρήνη Medium diacritics: ἀνθρήνη Low diacritics: ανθρήνη Capitals: ΑΝΘΡΗΝΗ
Transliteration A: anthrḗnē Transliteration B: anthrēnē Transliteration C: anthrini Beta Code: a)nqrh/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A hornet, wasp, Ar.Nu.947; in Arist. the name seems to be given to several diff. species, HA628b32,al.

German (Pape)

[Seite 233] ἡ, Waldbiene, bei Dichtern übh. Biene, Ar. Nubb. 947.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρήνη: ἡ, καθ’ Ἡσύχ. «εἶδος μελίσσης», κατὰ Σουΐδ. «εἶδος σφηκὸς ἡ ἀνθρήνη, καταχρῶνται δὲ οἱ ποιηταὶ καὶ ἐπὶ μελισσῶν… συγγενής ἐστι τῇ μελίσσῃ ἡ ἀνθρήνη, σφηκὶ παραπλησία». - κατ’ Ἀριστοτ. αἱ ἀνθρῆναι ἀποτελοῦσι γένη συγγενικὰ ταῖς μελίτταις καὶ τοῖς σφηξίν, αἱ ἀνθρῆναι εἶναι παμφαγώτεραι καὶ ποικιλώτεραι τῶν μελισσῶν, κτλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5, 23, 9. 42, 1, καὶ ἀλλαχοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 947.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bourdon, insecte.
Étymologie: DELG pê emprunt égéen.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): tb. ἀνθρήν, -ῆνος Tz.Comm.Ar.2.594.4
avispón, abejorro Ar.Nu.947, del que hay diferentes especies, Arist.HA 628b32.

• Etimología: Suele relacionarse c. ἀθήρ, ἀνθέριξ, etc., e.d., el n. de este insecto contendría una alusión al aguijón. Por otra parte, el suf. -ήνη es común en los préstamos de lenguas pregriegas.

Greek Monolingual

ἀνθρήνη, η (Α)
είδος μέλισσας (Ησύχιος) ή σφήκας (Σούδα). (Κατά τον Αριστοτέλη η λέξη δήλωνε διάφορα είδη συγγενικά με τις μέλισσες και τις σφήκες).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπάρχει η τάση να συνδέεται ο τ. ανθρήνη με τα αθήρ, ανθέριξ «το ακανθώδες μέρος του σταχιού και αιχμή, κόψη κοφτερών οργάνων και ειδικότερα όπλων» λόγω της έννοιας «κεντώ, τρυπώ, είμαι οξύς». Εντούτοις, αν η λ. ανθρήνη είναι η αρχαιότερη, είναι δυνατόν να αποτελεί δάνειο αιγαιακής προέλευσης].

Greek Monotonic

ἀνθρήνη: ἡ, σφήκα, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).