ἀπαράμυθος: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον (Α) [[παραμυθούμαι]]<br />[[απαραμύθητος]], [[αδυσώπητος]], [[δύστροπος]]. | |mltxt=-ον (Α) [[παραμυθούμαι]]<br />[[απαραμύθητος]], [[αδυσώπητος]], [[δύστροπος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπᾰράμῡθος:''' -ον, = το προηγ., [[ανηλεής]], [[αδυσώπητος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, = foreg.,
A inexorable, κέαρ A.Pr.185 (lyr.); restive, ὄμμα πωλικόν E.IA620. [In A. ᾱπ- metri gr.]
German (Pape)
[Seite 279] nicht zu überreden, zu beschwichtigen, κέαρ Aesch. Prom. 183 [απ., nach Analogie von ἀθάνατος]; Eur. I. A. 620.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράμῡθος: -ον, = τῷ προηγ., ἀδυσώπητος, ἀμείλικτος, κέαρ Αἰσχύλ. Πρ. 185· ὁ μὴ παρέχων παραμυθίαν, ὄμμα πωλικὸν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 620. [Ἐν Αἰσχύλ. ᾱπ- χάριν τοῦ μέτρου].
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inflexible, inexorable;
2 non encouragé, non rassuré.
Étymologie: ἀ, παραμυθέομαι.
Spanish (DGE)
(ἀπαράμῡθος) -ον
• Prosodia: [ᾱ- A.Pr.185]
1 inexorable κέαρ A.l.c.
2 indócil ὄμμα πωλικόν E.IA 620.
Greek Monolingual
-ον (Α) παραμυθούμαι
απαραμύθητος, αδυσώπητος, δύστροπος.
Greek Monotonic
ἀπᾰράμῡθος: -ον, = το προηγ., ανηλεής, αδυσώπητος, σε Αισχύλ.