ἐπιρράπτω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπιρράπτω]])<br />[[ράβω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[άλλο]], [[προσθέτω]] με [[ραφή]], [[μπαλώνω]] («οὐδεὶς [[ἐπίβλημα]] ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ράβω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] («[[Ζεύς]]... Διόνυσον ἐπέρραφεν ἄρσενι μηρῷ», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συρράπτω]], [[συνδέω]].
|mltxt=(Α [[ἐπιρράπτω]])<br />[[ράβω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[άλλο]], [[προσθέτω]] με [[ραφή]], [[μπαλώνω]] («οὐδεὶς [[ἐπίβλημα]] ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ράβω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] («[[Ζεύς]]... Διόνυσον ἐπέρραφεν ἄρσενι μηρῷ», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συρράπτω]], [[συνδέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιρράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ράβω]] ή [[συρράπτω]] πάνω σε, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρράπτω Medium diacritics: ἐπιρράπτω Low diacritics: επιρράπτω Capitals: ΕΠΙΡΡΑΠΤΩ
Transliteration A: epirráptō Transliteration B: epirraptō Transliteration C: epirrapto Beta Code: e)pirra/ptw

English (LSJ)

aor. 2

   A ἐπέρρᾰφον Nonn.D.9.3, al.:—sew or stitch on, τι ἐπὶ ἱμάτιον Ev.Marc.2.21: metaph., δόλον δόλῳ Nonn.D.42.315.    2. sew up, in Pass., Gal. 18(2).579.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρράπτω: ῥάπτω τι ἐπάνω εἴς τι, τι ἐπί τινι, οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 21: ― ἀόριστός τις β΄ ἐπέρραφεν ἐν Νόνν. Δ. 9. 3, εἶναι πιθ. ἐφθαρμένος.

French (Bailly abrégé)

coudre à ou sur.
Étymologie: ἐπί, ῥάπτω.

English (Thayer)

(T Tr WH ἐπιράπτω, see Rho); (ῤάπτω to sew); to sew upon, sew to: ἐπί τίνι (R G; others τινα), Mark 2:21.

Greek Monolingual

ἐπιρράπτω)
ράβω κάτι πάνω σε άλλο, προσθέτω με ραφή, μπαλώνω («οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ», ΚΔ)
αρχ.
1. ράβω μέσα σε κάτιΖεύς... Διόνυσον ἐπέρραφεν ἄρσενι μηρῷ», Νόνν.)
2. συρράπτω, συνδέω.

Greek Monotonic

ἐπιρράπτω: μέλ. -ψω, ράβω ή συρράπτω πάνω σε, σε Καινή Διαθήκη