ὑπερφύομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[φύω</i>, [[φύομαι]]<br /><b>1.</b> [[φύομαι]], [[μεγαλώνω]] [[πάνω]] από [[κάτι]] ή [[επάνω]] σε [[κάτι]] (α. «ταῑς ὑποκειμέναις φλεψὶν ὑπερφύονται σαφῶς οἱ ὄνυχες», <b>Γαλ.</b><br />β. «[[ἔνδον]] τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς», Αρισταίν.)<br /><b>2.</b> [[υπερτερώ]] («ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (κατὰ τον <b>Ησύχ.</b>) «ὑπερφύς<br />ὑπεργεννηθείς».
|mltxt=Α [[φύω</i>, [[φύομαι]]<br /><b>1.</b> [[φύομαι]], [[μεγαλώνω]] [[πάνω]] από [[κάτι]] ή [[επάνω]] σε [[κάτι]] (α. «ταῑς ὑποκειμέναις φλεψὶν ὑπερφύονται σαφῶς οἱ ὄνυχες», <b>Γαλ.</b><br />β. «[[ἔνδον]] τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς», Αρισταίν.)<br /><b>2.</b> [[υπερτερώ]] («ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (κατὰ τον <b>Ησύχ.</b>) «ὑπερφύς<br />ὑπεργεννηθείς».
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερφύομαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[υπερτερώ]], [[ξεπερνώ]], [[υπερέχω]], με αιτ., σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφύομαι Medium diacritics: ὑπερφύομαι Low diacritics: υπερφύομαι Capitals: ΥΠΕΡΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperphýomai Transliteration B: hyperphyomai Transliteration C: yperfyomai Beta Code: u(perfu/omai

English (LSJ)

Pass., with aor. 2 and pf. Act.,

   A grow upon or over, [ἔρως] ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς Aristaenet.1.6 (sed leg. ὑπεφύετο) ; τινι Gal. in Pl.Ti.p.6 D.    II metaph., surpass, excel, c. acc. pers. et dat. rei, ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ Hdt.6.127, cf. D.C.56.2: c. gen. pers., Aristid.2.151 J.

German (Pape)

[Seite 1204] mit aor. II. u. perf. act. (s. φύω), darüber entstehen, bes. darüber hinauswachsen, übertreffen; ὁ ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ, der sie an Macht übertraf, Her. 6, 127; Sp., wie D. Cass. 56, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφύομαι: Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., φύομαι, αὐξάνομαι ὑπεράνω τινός, ηὐξάνετο (ὁ ἔρως) τῇ μελλήσει καὶ ὡς φυτὸν ἐν τῇ γῇ οὕτως ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς Ἀρισταίν. 1. 6· τινι Γαλην. ΙΙ. μεταφορ., ὑπερτερῶ, ὑπερέχω, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτικ. πράγμ., ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ Ἡρόδ. 6. 127, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 2· μετὰ γεν. προσ., Ἀριστείδ. 2. 151.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερφύσομαι, ao.2 ὑπερέφυν, etc.
naître ou croître au-dessus de ; fig. l’emporter sur : τινά τινι sur qqn en qch.
Étymologie: ὑπέρ, φύω. {{grml |mltxt=Α [[φύω, φύομαι
1. φύομαι, μεγαλώνω πάνω από κάτι ή επάνω σε κάτι (α. «ταῑς ὑποκειμέναις φλεψὶν ὑπερφύονται σαφῶς οἱ ὄνυχες», Γαλ.
β. «ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς», Αρισταίν.)
2. υπερτερώ («ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύι», Ηρόδ.)
3. (κατὰ τον Ησύχ.) «ὑπερφύς
ὑπεργεννηθείς». }}

Greek Monotonic

ὑπερφύομαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., υπερτερώ, ξεπερνώ, υπερέχω, με αιτ., σε Ηρόδ.