εὐκατάλυτος: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐκατάλυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταλύεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατα</i>-<i>λυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-<i>λύω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[κατά]]-<i>λυτος</i>, <i>δυσ</i>-[[κατά]]-<i>λυτος</i>].
|mltxt=[[εὐκατάλυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταλύεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατα</i>-<i>λυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-<i>λύω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[κατά]]-<i>λυτος</i>, <i>δυσ</i>-[[κατά]]-<i>λυτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐκατάλῠτος:''' -ον ([[καταλύω]]), αυτός που καταλύεται, που καταστρέφεται εύκολα, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατάλῠτος Medium diacritics: εὐκατάλυτος Low diacritics: ευκατάλυτος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΛΥΤΟΣ
Transliteration A: eukatálytos Transliteration B: eukatalytos Transliteration C: efkatalytos Beta Code: eu)kata/lutos

English (LSJ)

ον,

   A easy to overthrow, X. HG3.5.15 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1073] leicht aufzulösen, zu vernichten, Λακεδαιμονίων πλεονεξία Xen. Hell. 3, 5, 14, im compar.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάλῠτος: -ον, εὐκόλως καταλυόμενος, καταστρεφόμενος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à dissoudre, à détruire;
Cp. εὐκαταλυτώτερος.
Étymologie: εὖ, καταλύω.

Greek Monolingual

εὐκατάλυτος, -ον (Α)
αυτός που καταλύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-λυτος (< κατα-λύω), πρβλ. α-κατά-λυτος, δυσ-κατά-λυτος].

Greek Monotonic

εὐκατάλῠτος: -ον (καταλύω), αυτός που καταλύεται, που καταστρέφεται εύκολα, σε Ξεν.