ἑβδομάς: Difference between revisions

From LSJ

Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach

Menander, Monostichoi, 243
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[εβδομάδα]].
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[εβδομάδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑβδομάς:''' -[[άδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> ο [[αριθμός]] [[επτά]] ή [[άθροισμα]] [[εφτά]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> χρονική [[περίοδος]] [[εφτά]] ημερών, [[εβδομάδα]], σε Αριστ.· επίσης χρονική [[περίοδος]] [[εφτά]] χρόνων, [[επταετία]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑβδομάς Medium diacritics: ἑβδομάς Low diacritics: εβδομάς Capitals: ΕΒΔΟΜΑΣ
Transliteration A: hebdomás Transliteration B: hebdomas Transliteration C: evdomas Beta Code: e(bdoma/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A the number seven, Ph.1.21, Dam. Pr.264, etc.    II a number of seven, APl.4.131 (Antip.(?)).    2 period of seven days, week, Hp.Aph.2.24, LXX Ex.34.22, etc.    b period of seven years, Sol.27.7, Arist.Pol.1336b40, Placit.4.11.4; ἐτῶν ἑ. J.AJ3.12.3.

German (Pape)

[Seite 699] άδος, ἡ, die Siebenzahl; δισσὰς ἔκτανον ἑβδομάδας Antipat. 42 (Plan. 131), d. i. 14; bes. = Zahl von sieben Tagen, eine Woche, Arist. H. A. 6, 17 u. bes. Sp.; – Zahl von sieben Jahren, τὴν ἡλικίαν ταῖς ἑβδομάσι μετρεῖν Arist. pol. 7, 16; vgl. Plut. plac. phil. 5, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἑβδομάς: -άδος, ἡ, ὁ ἀριθμὸς ἑπτά, Φίλων 1. 21, κτλ. ΙΙ. ἄθροισμα ἐξ ἑπτά, Ἀνθ. Πλαν. 131. 2) χρόνος ἑπτὰ ἡμερῶν, ἑβδομάς, Ἱππ. Ἀφ. 1245, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 17, 2. β) περίοδος ἑπτὰ ἐτῶν, αὐτόθι 7. 16, 17, Πλούτ. 2. 909Ε. ΙΙΙ. ἡ ἑβδόμη ἡμέρα, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
période de sept jours ou de sept ans.
Étymologie: ἕβδομος.

Spanish (DGE)

-άδος, ἡ
A subst.
I ref. al tiempo
1 gener. siete días, semana τὸ ... βρέφος δοκεῖ τελειοῦσθαι ἐν ἑπτὰ ἑβδομάσιν Emp.B 153a, cf. Hp.Vict.3.73, Posidon.291, ἑτέρης ἑβδομάδος ἡ ὀγδόη ἀρχή Hp.Aph.2.24, cf. Sor.2.26, Orib.10.5.4, ἑπτὰ ἑβδομάδας ὁλοκλήρους ἐξαριθμήσεις σεαυτῷ LXX De.16.9, τὰς νηστίμους ἑβδομάδας τρεῖς las tres semanas de ayuno, PFlor.384.56 (V d.C.), cf. Vett.Val.25.25, 141.21, Basil.Hex.2.8 (p.180), Περὶ ἑβδομάδων tít. de una obra de Hipócrates, Gal.17(1).18
en lit. jud.-crist. séptimo día de la semana, sábado ἑορτὴν ἑβδομάδων ποιήσεις celebrarás la fiesta de las semanas, e.e., el sábado LXX Ex.34.22, λεληθότως ἄγειν τὴν ἑβδομάδα celebrar el sábado a escondidas LXX 2Ma.6.11, παρατηρεῖν τὰς ἑβδομάδας ἀναπαυόμενος ἀπὸ παντὸς ἔργου I.AI 3.91, cf. Clem.Al.Strom.5.14.108, Hom.Clem.17.10.
2 siete años, septenio (a veces c. el gen. ἐτῶν explícito) τῇ δὲ τετάρτῃ ... ἐν ἑβδομάδι Sol.19.7, ταῖς ἑβδομάσι διαιροῦντες τὰς ἡλικίας Arist.Pol.1336b40, cf. Alex.Aphr.in Metaph.38.18, Gr.Nyss.Hom.Creat.22.12, φέρειν ... ἄρχεται τὸ σπέρμα περὶ τὰς δύο ἑβδομάδας ἐτῶν Ar.Byz.Epit.1.68, cf. Placit.5.23 (= Heraclit.A 18), Gr.Nyss.Hom.creat.22.11, ἕνδεκα πληρώσας ἑβδομάδας βιότου ZPE 5.1970.284 (Quíos II d.C.), μεθ' ἑβδόμην ἐτῶν ἑβδομάδα I.AI 3.281, cf. Ph.1.395, Hld.10.23.4, Gal.6.61, Placit.4.11.4, Amph.Or.2.168.
3 grupo de siete, septena δισσοὶ γὰρ δισσὰς ἔκτανον ἑβδομάδας cada uno de los dos mató sendas septenas de los hijos de Níobe AP 16.131 (Antip.Sid.), ἑ. μηνῶν ἢ ἐνιαυτῶν Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1309D, ἐν ἑβδομάσι πᾶς ὁ κόσμος κυκλεῖται τῶν ζωογονουμένων καὶ τῶν φυομένων Clem.Al.Strom.6.142.4, cf. Gr.Nyss.Pss.83.24, elegisse septem Deos, quos et sanctam Ebdomadem uocant Iren.Lugd.Haer.1.30.10, ἡ ἑ. τῶν πηγῶν Procl.in Cra.107 (p.58).
II fil., mat.
1 el número siete o hebdómada τῆς τετράδος ἡ πρὸς τὴν ἑβδόμαδα συμπάθεια la afinidad entre la hebdómada y la tétrada Plu.2.1027f, cf. Adam.Vent.p.46.24, Theol.Ar.42, Procl.in Cra.167 (p.91), ἡ ... ἱερὰ τοῦ Ἀπόλλωνος ἑ. Plu.2.391f, Ἀθηνᾶν δὲ (ὀνομάζειν) τὴν ἑβδομάδα los egipcios, Plu.2.354f, πρέπει τῷ νῷ ἡ ἑ. Dam.in Prm.264, Περὶ ἑβδομάδος tít. de una obra atribuida a Proclo Theol.Ar.43
en lit. jud.-crist., como principio divino τὸ ἓν ... ἑβδομάδα τὴν ἀμήτορα γεγένηκεν ἐξ ἑαυτοῦ μόνου Ph.1.503, identificado con el alma ἔστι γὰρ (ψυχή) ἑ. καὶ κατάπαυσις Hippol.Haer.6.32.9, como número sagrado dentro de la tradición τὴν ἑβδομάδα ἔμφασιν ἔχειν τινὸς ἀφέσεως ἁμαρτημάτων Gr.Nys.Hom.Creat.56.8.
2 Hebdómada conjunto de los sietes planetas o astros errantes ἑ., ἥτις ἑξαχῇ διανεμηθεῖσα τοὺς ἐπικαλουμένους ἑπτὰ πλάνητας εἰργάσατο Ph.2.198
muy frec. en el gnosticismo y neoplatonismo, como lugar sublunar de los siete planetas κατὰ λόγον δὲ ὡρέων συμβάλλεται ἑ. κατὰ σελήνην Heraclit.? B 126a, cf. Hippol.Haer.7.24.4, Simp.in Ph.616.27, o de los siete cielos inferiores al Demiurgo, Iren.Lugd.Haer.1.5.2, que se identifican con los siete dioses intelectivos dentro del grupo de los dioses trascendentes ἡ νοερὰ ὅλη ἑ. Procl.Theol.Plat.5.36 (p.133), cf. 4.1 (p.9), in Ti.98c.
B adj. fem. séptimo, del sábado ἀργεῖν τὰς ἑβδομάδας ἡμέρας descansar los días séptimos, e.e. los sábados I.AI 14.63, cf. BI 1.60, Sud.s.u. ἀργὸν ἔτος.

Greek Monolingual

η
βλ. εβδομάδα.

Greek Monotonic

ἑβδομάς: -άδος, ἡ,
I. ο αριθμός επτά ή άθροισμα εφτά, σε Ανθ.
II. χρονική περίοδος εφτά ημερών, εβδομάδα, σε Αριστ.· επίσης χρονική περίοδος εφτά χρόνων, επταετία, στον ίδ.