συνεπαινέω: Difference between revisions
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> louer ensemble;<br /><b>2</b> être unanime pour conseiller, approuver unaniment, acc. ; <i>abs.</i> être du même avis : τινί [[τι]] DÉM approuver qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπαινέω]]. | |btext=<b>1</b> louer ensemble;<br /><b>2</b> être unanime pour conseiller, approuver unaniment, acc. ; <i>abs.</i> être du même avis : τινί [[τι]] DÉM approuver qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπαινέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνεπαινέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, Επικ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επιδοκιμάζω]] από κοινού, [[παρέχω]] [[κοινή]] [[έγκριση]], [[συναινώ]], [[συγκατατίθεμαι]], σε Αισχύλ., Ξεν.· με απαρ., [[συνεπαινέω]] μάχεσθαι, [[συμβουλεύω]], [[συνιστώ]] επίσης να δοθεί [[μάχη]], σε Θουκ.· [[συνεπαινέω]] τι, [[συναινώ]], [[συγκατανεύω]] ή [[συμφωνώ]] με, [[συνομολογώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εξυμνώ]], [[εξαίρω]] από κοινού, <i>τινά</i>, σε Ξεν., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
A approve together, give joint assent, consent, approve, πόλις καὶ τὸ δίκαιον ξ. A.Th.1079 (anap.), cf. X.Cyr.4.3.23 (v.l.), D.18.179: c. inf., ξ. μάχεσθαι join in the recommendation to fight, Th.4.91, cf. X.Cyr.5.3.34; σ. τι approve, consent or agree to, Id.An.7.3.36, Pl.Hp.Mi.363a; σ. τινὶ ὅ τι ἂν πράττῃ agree with one in all that he does, D.Prooem. 28. II join in praising, τινα X.Eq.Mag.5.14codd., Pl.Mx.246a:— Pass., Arist.Rh.1415b28.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπαινέω: μέλλ. -έσω, Ἐπικ. -ήσω ― συνεπιδοκιμάζω, συναινῶ, συγκατανεύω, ξ. πόλις καὶ τὸ δίκαιον Αἰσχύλ. Θήβ. 1073, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 3, 23, Δημ. 288. 6· ― μετ’ ἀπαρ., σ. μάχεσθαι, καὶ ἐγὼ προτείνω ἢ συμβουλεύω νὰ γίνῃ μάχη, Θουκ. 4. 91, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 3, 34· ― σ. τι, ἐπιδοκιμάζω, συναινῶ ἢ συμφωνῶ εἴς τι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 3, 36. Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. ἐν τῇ ἀρχ.· σ. τινι ὅ,τι πράττῃ, συμφωνῶ μετά τινος εἰς πᾶν ὅ,τι πράττει, Δημ. 1438, 9. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ ἐπαινῶ, τινα Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 14, Πλάτ. Μενέξ. 246Α· ― Παθητ., Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 11.
French (Bailly abrégé)
1 louer ensemble;
2 être unanime pour conseiller, approuver unaniment, acc. ; abs. être du même avis : τινί τι DÉM approuver qqn en qch.
Étymologie: σύν, ἐπαινέω.
Greek Monotonic
συνεπαινέω: μέλ. -έσω, Επικ. -ήσω,
I. επιδοκιμάζω από κοινού, παρέχω κοινή έγκριση, συναινώ, συγκατατίθεμαι, σε Αισχύλ., Ξεν.· με απαρ., συνεπαινέω μάχεσθαι, συμβουλεύω, συνιστώ επίσης να δοθεί μάχη, σε Θουκ.· συνεπαινέω τι, συναινώ, συγκατανεύω ή συμφωνώ με, συνομολογώ, στον ίδ.
II. εξυμνώ, εξαίρω από κοινού, τινά, σε Ξεν., Πλάτ.