παρασκώπτω: Difference between revisions
From LSJ
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[παρεμβαίνω]] με αστειότητες και σατιρικά σχόλια, [[κοροϊδεύω]] με πλάγιο τρόπο. | |mltxt=Α<br />[[παρεμβαίνω]] με αστειότητες και σατιρικά σχόλια, [[κοροϊδεύω]] με πλάγιο τρόπο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρασκώπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[χλευάζω]] έμμεσα, σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
A intervene with jests, h.Cer.203 ; π. τι εἴς τινας Plu. Cic.38, cf. Demetr.28.
German (Pape)
[Seite 499] zugleich, auf eine versteckte Weise verspotten; τινά, H. h. Cer. 203; τῷ παρασκῶψαί τι καὶ γελοῖον εἰπεῖν, Plut. Demetr. 28; τὶ εἴς τινα, Cic. 38.
Greek (Liddell-Scott)
παρασκώπτω: σκώπτω πλαγίως, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 203· π. τι εἴς τινα Πλουτ. Κικ. 38, πρβλ. τοῦ αὐτοῦ Δημήτρ. 28, κλ.
French (Bailly abrégé)
plaisanter légèrement ou en passant : τι εἴς τινα adresser à qqn une plaisanterie légère.
Étymologie: παρά, σκώπτω.
Greek Monolingual
Α
παρεμβαίνω με αστειότητες και σατιρικά σχόλια, κοροϊδεύω με πλάγιο τρόπο.
Greek Monotonic
παρασκώπτω: μέλ. -ψω, χλευάζω έμμεσα, σε Ομηρ. Ύμν.