ἑψητήρ: Difference between revisions
From LSJ
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑψητήρ]], ὁ (Α) [[ἕψω]]<br />[[σκεύος]] που χρησιμεύει για [[βράσιμο]], ψηστήρας, [[χύτρα]]. | |mltxt=[[ἑψητήρ]], ὁ (Α) [[ἕψω]]<br />[[σκεύος]] που χρησιμεύει για [[βράσιμο]], ψηστήρας, [[χύτρα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑψητήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἕψω]]), [[δοχείο]], [[σκεύος]] για [[βράσιμο]] ([[χύτρα]]), σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A dish or pan for boiling, AP6.305 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1132] ῆρος, ὁ, der Kocher, der Kessel, Leon. Tar. 14 (VI, 305).
Greek (Liddell-Scott)
ἑψητήρ: ῆρος, ὁ, χύτρα, ἀγγεῖον πρὸς βράσιν, Ἀνθ. Π. 6. 305.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
marmite.
Étymologie: ἑψέω.
Greek Monolingual
ἑψητήρ, ὁ (Α) ἕψω
σκεύος που χρησιμεύει για βράσιμο, ψηστήρας, χύτρα.
Greek Monotonic
ἑψητήρ: -ῆρος, ὁ (ἕψω), δοχείο, σκεύος για βράσιμο (χύτρα), σε Ανθ.