ὑποθέω: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(43) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι [[κρυφά]] ή δολίως<br /><b>2.</b> (σε αγώνα δρόμου) [[προσπαθώ]] να περάσω τον αντίπαλό μου παρεμβάλλοντας εμπόδια<br /><b>3.</b> (για σκυλιά) [[τρέχω]] πολύ [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>θέω</i> «[[τρέχω]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι [[κρυφά]] ή δολίως<br /><b>2.</b> (σε αγώνα δρόμου) [[προσπαθώ]] να περάσω τον αντίπαλό μου παρεμβάλλοντας εμπόδια<br /><b>3.</b> (για σκυλιά) [[τρέχω]] πολύ [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>θέω</i> «[[τρέχω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποθέω:''' μέλ. —[[θεύσομαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[μπαίνω]] τρέχοντας [[κάτω]] από, [[πραγματοποιώ]] μυστική έφοδο, [[επίθεση]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσπαθώ]] με [[απάτη]] να περάσω τον αντίπαλό μου προκαλώντας του [[εμπόδιο]], [[εκτοπίζω]], [[παραγκωνίζω]], [[υποσκελίζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για σκυλιά, [[τρέχω]] στο κατόπι με [[βιασύνη]], [[σβελτάδα]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. -θεύσομαι,
A make a secret attack, ποτὶ ἐχθρόν . . λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι Pi.P.2.84. 2 cut in before, in running a race, supplant, Ar.Eq.1161; of a solar eclipse, ἐκλείπει . . τῆς σελήνης ὑποθεούσης αὐτόν Cleom.2.3; ἡ σελήνη ὑποθεύσεται τὸν ἥλιον Them. Or.26.317b. II of dogs, run in too hastily, X.Cyn.3.8.
German (Pape)
[Seite 1217] (s. θέω), unterlaufen, entgegenlaufen, angreifen, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι ποτὶ ἐχθρόν Pind. P. 2, 84; – vorlaufen, Ar. Equ. 1157; – zurücklaufen, Xen. ven. 3, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθέω: μέλλ. -θεύσομαι, ὑποτρέχω, κρυφίως προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι ποτὶ ἐχθρόν, πρὸς δὲ τὸν ἐχθρὸν δίκην λύκου ὑποδραμοῦμαι, δηλ. ἐνεδρεύων καθάπερ λύκος, Πινδ. Π. 2. 155. 2) προσπαθῶ δι’ ἀπάτης νὰ περάσω τὸν ἀντίπαλόν μου ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ προξενῶν αὐτῷ ἐμπόδιον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1161· - ἐπὶ ἐκλείψεως, ἡ σελήνη ὑπ. τὸν ἥλιον Κλεομήδ. Κυκλ. Θεωρ. Μετεώρ. σ. 116, 7. ΙΙ. ἐπὶ κυνῶν, τρέχω κατόπιν ἄλλου, Ξεν. Κυνηγ. 3, 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 t. d’astron. courir ou accomplir sa course sous;
2 courir insidieusement, se jeter traîtreusement sur;
3 courir pour supplanter, supplanter;
4 dépasser en courant, courir en avant.
Étymologie: ὑπό, θέω.
English (Slater)
ὑποθέω
1 run down ποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι (P. 2.84)
Greek Monolingual
Α
1. επιτίθεμαι κρυφά ή δολίως
2. (σε αγώνα δρόμου) προσπαθώ να περάσω τον αντίπαλό μου παρεμβάλλοντας εμπόδια
3. (για σκυλιά) τρέχω πολύ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + θέω «τρέχω»].
Greek Monotonic
ὑποθέω: μέλ. —θεύσομαι,
1. μπαίνω τρέχοντας κάτω από, πραγματοποιώ μυστική έφοδο, επίθεση, σε Πίνδ.
2. προσπαθώ με απάτη να περάσω τον αντίπαλό μου προκαλώντας του εμπόδιο, εκτοπίζω, παραγκωνίζω, υποσκελίζω, σε Αριστοφ.
II. λέγεται για σκυλιά, τρέχω στο κατόπι με βιασύνη, σβελτάδα, σε Ξεν.