φιλοτίμημα: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[φιλοτιμοῡμαι]]<br /><b>1.</b> [[εκδήλωση]] φιλοδοξίας ή επίδειξης<br /><b>2.</b> [[καθετί]] για το οποίο [[είναι]] [[κανείς]] [[υπερήφανος]]. | |mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[φιλοτιμοῡμαι]]<br /><b>1.</b> [[εκδήλωση]] φιλοδοξίας ή επίδειξης<br /><b>2.</b> [[καθετί]] για το οποίο [[είναι]] [[κανείς]] [[υπερήφανος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῐλοτίμημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[πράξη]] φιλοδοξίας ή μεγαλοπρέπειας, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανταγωνισμός]], [[αντιζηλία]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A an act of ambition or ostentation, Ph. 2.589, Plu.Alc. 16(pl.), 2.822a (pl.). 2 thing on which one prides oneself, Luc.Tim.43 (pl.), Nav.40(pl.).
German (Pape)
[Seite 1287] τό, die Handlung eines φιλότιμος, Beweis von Ehrliebe, Ehrgeiz, bes. durch Pracht, Aufwand, Geschenke, z. B. φιλοτιμήματα πρὸς τὴν πόλιν Plut. Alc. 16, vgl. reip. ger. praec. 30.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοτίμημα: τό, πρᾶξις φιλοτιμίας ἢ μεγαλοπρεπείας, Πλουτ. Ἀλκ. 16., 2. 822Α. 2) φιλοδοξία, ἀνοήτων ἀνδρῶν φιλοτιμήματα Λουκ. Τίμ. 43.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ce qu’on fait par amour-propre, par émulation, ou en mauv. part par ostentation;
2 rivalité.
Étymologie: φιλοτιμέομαι.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α φιλοτιμοῡμαι
1. εκδήλωση φιλοδοξίας ή επίδειξης
2. καθετί για το οποίο είναι κανείς υπερήφανος.
Greek Monotonic
φῐλοτίμημα: -ατος, τό,
I. πράξη φιλοδοξίας ή μεγαλοπρέπειας, σε Πλούτ.
II. ανταγωνισμός, αντιζηλία, σε Λουκ.