ἀπονέω: Difference between revisions
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπονέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεφορτώνω]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[απορρίπτω]] [[βάρος]] από [[πάνω]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>νέω</i> (III), ενεστ. μόνο σε σύνθετο με σημ. «[[συσσωρεύω]], [[φορτώνω]]»]. | |mltxt=[[ἀπονέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεφορτώνω]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[απορρίπτω]] [[βάρος]] από [[πάνω]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>νέω</i> (III), ενεστ. μόνο σε σύνθετο με σημ. «[[συσσωρεύω]], [[φορτώνω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπονέω:''' μέλ. <i>-νήσω</i>, [[ξεφορτώνω]] — Μέσ., [[ρίχνω]] ένα [[βάρος]] από πάνω μου, <i>στέρνων ἀπονησαμένη</i>, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 30 December 2018
English (LSJ)
(A),
A unload:—Med., throw off a load from, στέρνων ἀπονησαμένη (expl. by ἀποσωρεύσασα in AB432, Hsch.) E.Ion875; ἀπενήσω· ἀπέβαλες AB421; ἀπὸ δ' εἵματα . . νηήσαντο A.R.1.364.
ἀπονέω (B), (ἄπονος)
A to be without pain, Hsch. s.v. ἀωδυνεῖν.
German (Pape)
[Seite 316] = ἀπονήχομαι. (s. νέω), abhäufen, entlasten, Eur. Ion. 875 στέρνων ἀπονησαμένη (B. A. erkl. ἀποθεμένη), die Brust von der Bürde entladen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονέω: (ἄπονος) εἶμαι ἄνευ πόνου, ὀδύνης, ὑγιαίνω, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀωδυνεῖν.
μέλλ. -νήσω «ξεφορτώνω»: ― Μέσ. ἀπορρίπτω βάρος ἀπ’ ἐμοῦ, στέρνων ἀπονησαμένη, «ἀποσωρεύσασα ἢ ἀποθεμένη» Α. Β. 432, 29, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει, Εὐρ. Ἴων 875 «ἀπενῄσω, ἀπέβαλες», Α. Β. 421, 16· ἀπὸ δ' εἵματα... νηήσαντο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 364.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
ôter un poids de;
Moy. ἀπονέομαι se décharger.
Étymologie: ἀπό, νέω⁴.
Spanish (DGE)
no sufrir, estar sano Hsch.s.u. ἀωδυνεῖν.
Greek Monolingual
ἀπονέω (Α)
1. ξεφορτώνω
2. (-ομαι) απορρίπτω βάρος από πάνω μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + νέω (III), ενεστ. μόνο σε σύνθετο με σημ. «συσσωρεύω, φορτώνω»].
Greek Monotonic
ἀπονέω: μέλ. -νήσω, ξεφορτώνω — Μέσ., ρίχνω ένα βάρος από πάνω μου, στέρνων ἀπονησαμένη, σε Ευρ.