θηλύγλωσσος: Difference between revisions

4
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηλύγλωσσος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γυναικεία [[γλώσσα]], αυτός που μιλάει σαν [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βραδύ</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>πολύ</i>-<i>γλωσσος</i>].
|mltxt=[[θηλύγλωσσος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γυναικεία [[γλώσσα]], αυτός που μιλάει σαν [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βραδύ</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>πολύ</i>-<i>γλωσσος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θηλύγλωσσος:''' -ον, αυτός που έχει γυναικεία [[γλώσσα]], σε Ανθ. Π.
}}
}}