μελλώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελλώ]], -οῡς, ἡ (Α)<br />[[βραδύτητα]], [[αργοπορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λεχ</i>-<i>ώ</i>)].
|mltxt=[[μελλώ]], -οῡς, ἡ (Α)<br />[[βραδύτητα]], [[αργοπορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λεχ</i>-<i>ώ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελλώ:''' -οῦς, ἡ, ποιητ. αντί [[μέλλησις]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλώ Medium diacritics: μελλώ Low diacritics: μελλώ Capitals: ΜΕΛΛΩ
Transliteration A: mellṓ Transliteration B: mellō Transliteration C: mello Beta Code: mellw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ, poet. for μέλλησις, A.Ag.1356.

German (Pape)

[Seite 127] οῦς, ἡ, = μέλλησις, das Zaudern, τῆς μελλοῦς κλέος πέδον πατοῦντες, Aesch. Ag. 1356.

Greek (Liddell-Scott)

μελλώ: -οῦς, ἡ, ποιητ. ἀντὶ μέλλησις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1356· πρβλ. δοκώ.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
c. μέλλησις.

Greek Monolingual

μελλώ, -οῡς, ἡ (Α)
βραδύτητα, αργοπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. < μέλλω + κατάλ. -ώ (πρβλ. λεχ-ώ)].

Greek Monotonic

μελλώ: -οῦς, ἡ, ποιητ. αντί μέλλησις, σε Αισχύλ.