ἀποπέτομαι: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποπέτομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πετώ]] [[επάνω]], [[πετώ]] [[μακριά]]<br /><b>2.</b> [[πετώ]] κι εξαφανίζομαι. | |mltxt=[[ἀποπέτομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πετώ]] [[επάνω]], [[πετώ]] [[μακριά]]<br /><b>2.</b> [[πετώ]] κι εξαφανίζομαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποπέτομαι:''' μέλ. <i>-πετήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-επτάμην</i>, μτχ. -[[πτάμενος]]· (πρβλ. [[πέτομαι]])· [[πετώ]] [[μακριά]], σηκώνομαι [[ψηλά]] και εξαφανίζομαι, [[σηκώνω]] τα φτερά μου και [[πετώ]] [[μακριά]], λέγεται [[κυρίως]] για τα όνειρα, σε Όμηρ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 30 December 2018
English (LSJ)
fut.
A -πετήσομαι Ar.Pax1126: aor. ἀπεπτάμην, part. -πτάμενος, inf. -πτάσθαι Hdt.7.13: also ἀπεπτόμην Ar.Av.90; aor.2 ἀπέπτην, 3pl. ἀπέπταν Emp.2.4; inf. ἀποπτῆναι AP5.211 (Mel.):— fly off or away, esp. of dreams, ᾤχετ' ἀποπτάμενος Il.2.71; ψυχὴ δ' ἠύτ' ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται Od. 11.222; ἀπέπτετο Ar.Av.90; ἐς τἀπὶ Θρᾴκης ἀποπέτου ib.1369; οἴχεται ἀποπτάμενος Pl.Smp.183e; συχνὸν ἀποπτάς Arist.HA619a32; ψυχῆς ἐκ μελέων ἀποπταθείσης IG 9(1).883.6 (Corcyra).
German (Pape)
[Seite 319] (s. πέτομαι), wegfliegen, ἀποπέτου Ar. Av. 1369; ἀποπετήσομαι Pax 1126; Sp., wie Plut. adv. St. 28 ἀποπετόμενοι; vgl. ἀφίπταμαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπέτομαι: μέλλ. -πετήσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1. 126: ἀόρ. ἀπεπτάμην, μετοχ. ἀποπτάμενος (πρβλ. πέτομαι): - ἀφίσταμαι καὶ ἐξαφανίζομαι, ἰδίως ἐπὶ ὀνείρων, ᾤχετ’ ἀποπτάμενος Ἰλ. Β. 71· ψυχὴ δ’ ἠΰτ’ ὄνειρος, ἀποπταμένη παπότηται Ὀδ. Λ. 222· ἀπέπτετο Ἀριστοφ. Ὄρν. 90· ἐς τἀπὶ Θρᾴκης ἀποπέτου αὐτόθι 1369. 261. 22. 2) ἀφίπταμαι καὶ φεύγω, «ὅταν δὲ γνῷ (ὁ πέρδιξ) ὅτι θηρεύεται, προελθὼν τῆς νεοττιᾶς κυλινδεῖται παρὰ τὰ σκέλη τοῦ θηρεύοντος ἐλπίδα ἐμποιῶν τοῦ συλληφθήσεσθαι, ἐξαπατᾷ τε ἕως ἂν ἀποπτῶσιν οἱ νεοττοὶ» Ἀριστ. Ἀποσπ. 270.
French (Bailly abrégé)
s’envoler.
Étymologie: ἀπό, πέτομαι.
English (Autenrieth)
only aor. part. ἀποπτάμενος, -ένη: fly away, Il. 2.71, Od. 11.222.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. ind. ἀποπετήσει Ar.Pax 1126; aor. ind. ἀπέπτετο Ar.Au.90, part. ἀποπτάμενος Il.2.71, tb. en v. act. ac. plu. fem. ἀποπτάσας Chrys.Ep.7.1a]
irse volando, volar, echar a volar de visiones en sueños ᾤχετ' ἀποπτάμενος Il.l.c., cf. Hdt.7.13, de la memoria, Meth.Symp.3.14 (p.45.13)
•del alma al morir ψυχὴ δ' ἠΰτ' ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται Od.11.222, cf. Emp.B 2.4, ψυχῆς ἐκ μελέων ἀποπταθείσης IG 9(1).883.6 (Corcira II d.C.), cf. Nonn.D.11.90
•de seres divinizados ἀποπτάμενος προλιπὼν χθόνα Hes.Th.284, los amores AP 5.212 (Mel.), cf. Pl.Smp.183e (c. juego de palabras sobre Il.2.71, cf. supra)
•de elementos físicos τὸ θερμὸν ὑπὸ κουφότητος εἰς τῆν ἄνω χώραν ἀποπτάμενον οἴχεται Plu.2.928a
•esp. de aves, Ar.Au.90, Arist.HA 619a32, Fr.346, D.C.43.35.4, Aesop.133.3, Aristaenet.1.3.52, D.P.Au.1.4, 31, 3.19, 21
•de pers. imaginadas como pájaros, Ar.Au.1369, Pax 1126
•fig. echar a volar la imaginación ὑφ' ὧν ἐπαιρόμεναι πολλάκις ἀποπέτονται las mujeres por efecto de vanidades, Plu.2.752f
•ser arrebatado τὰς κώπας τῶν χειρῶν τῶν ναυτῶν ἀποπτάσας los remos arrebatados de las manos de los marineros en la tormenta, Chrys.l.c.
Greek Monolingual
ἀποπέτομαι (Α)
1. πετώ επάνω, πετώ μακριά
2. πετώ κι εξαφανίζομαι.
Greek Monotonic
ἀποπέτομαι: μέλ. -πετήσομαι, αόρ. βʹ -επτάμην, μτχ. -πτάμενος· (πρβλ. πέτομαι)· πετώ μακριά, σηκώνομαι ψηλά και εξαφανίζομαι, σηκώνω τα φτερά μου και πετώ μακριά, λέγεται κυρίως για τα όνειρα, σε Όμηρ., Αριστοφ.