γλύφανος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(big3_10)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(γλύφᾰνος) -ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br />[[cincel]], [[buril]], <i>h.Merc</i>.41, Theoc.1.28, <i>EM</i> 235.15G.<br /><b class="num">•</b>[[cortaplumas]] γ. καλάμου <i>AP</i> 6.63 (Damoch.).
|dgtxt=(γλύφᾰνος) -ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br />[[cincel]], [[buril]], <i>h.Merc</i>.41, Theoc.1.28, <i>EM</i> 235.15G.<br /><b class="num">•</b>[[cortaplumas]] γ. καλάμου <i>AP</i> 6.63 (Damoch.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''γλύφᾰνος:''' [ῠ], ὁ ([[γλύφω]]), [[εργαλείο]] γλυπτικής, [[μαχαίρι]], [[σμίλη]], σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.· [[γλύφανος]] καλάμου, [[κονδυλομάχαιρο]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλύφᾰνος Medium diacritics: γλύφανος Low diacritics: γλύφανος Capitals: ΓΛΥΦΑΝΟΣ
Transliteration A: glýphanos Transliteration B: glyphanos Transliteration C: glyfanos Beta Code: glu/fanos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, (γλύφω)

   A tool for carving, knife, chisel, h.Merc.41, Theoc.1.28; γ. καλάμου pen-knife, AP6.63 (Damoch.).

Greek (Liddell-Scott)

γλύφᾰνος: ὁ, (γλύφω) ἐργαλεῖον γλυφῆς, σμίλη, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 41, Θεόκρ. 1. 28· γλ. καλάμου, κονδυλομάχαιρον, Ἀνθ. Π. 6. 63.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ciseau, burin.
Étymologie: γλύφω.

Spanish (DGE)

(γλύφᾰνος) -ου, ὁ

• Prosodia: [-ῠ-]
cincel, buril, h.Merc.41, Theoc.1.28, EM 235.15G.
cortaplumas γ. καλάμου AP 6.63 (Damoch.).

Greek Monotonic

γλύφᾰνος: [ῠ], ὁ (γλύφω), εργαλείο γλυπτικής, μαχαίρι, σμίλη, σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.· γλύφανος καλάμου, κονδυλομάχαιρο, σε Ανθ.