δοξοκοπία: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δοξοκοπία]], η (Α)<br />[[φιλοδοξία]] για [[φήμη]] ή [[δημοτικότητα]], αχαλίνωτη [[φιλοδοξία]].
|mltxt=[[δοξοκοπία]], η (Α)<br />[[φιλοδοξία]] για [[φήμη]] ή [[δημοτικότητα]], αχαλίνωτη [[φιλοδοξία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δοξοκοπία:''' ἡ, ακόρεστη [[φιλοδοξία]], «[[δίψα]]» για [[φήμη]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξοκοπία Medium diacritics: δοξοκοπία Low diacritics: δοξοκοπία Capitals: ΔΟΞΟΚΟΠΙΑ
Transliteration A: doxokopía Transliteration B: doxokopia Transliteration C: doksokopia Beta Code: docokopi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A thirst for fame or popularity, Phld.Lib.p.57O., Heraclit.Ep.2, Plu.Per.5, M.Ant.11.18, Luc.Peregr.2, App.BC2.44, Hann.9, etc.; δ. ἄκρατος Epicur.Fr.120.

German (Pape)

[Seite 657] ἡ, Ehrsucht; Luc. Peregr. 2; Plut. Pericl. 5 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ambition de la gloire ou des honneurs.
Étymologie: δοξοκοπέω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
búsqueda, deseo de fama διὰ ... δοξοκοπίαν λέγουσι μόνον ὡς ... Phld.Lib.18b.3, δοξοκοπίῃ προσέχουσι Heraclit.Ep.2, τὴν σεμνότητα δοξοκοπίαν ... ἀποκαλοῦντες Plu.Per.5, cf. Epicur.Fr.[46], D.H.4.24, M.Ant.11.18, Plu.2.791b, Luc.Peregr.2, App.BC 2.44, Hann.9, c. giro prep. ἡ [π] ρὸς τὸν πλησί[ο] ν δ. Polystr.Contempt.21.3.

Greek Monolingual

δοξοκοπία, η (Α)
φιλοδοξία για φήμη ή δημοτικότητα, αχαλίνωτη φιλοδοξία.

Greek Monotonic

δοξοκοπία: ἡ, ακόρεστη φιλοδοξία, «δίψα» για φήμη, σε Πλούτ.