δρηστοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δρηστοσύνη]], η (Α)<br />[[περιποίηση]], [[εξυπηρέτηση]], [[διακονία]].
|mltxt=[[δρηστοσύνη]], η (Α)<br />[[περιποίηση]], [[εξυπηρέτηση]], [[διακονία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δρηστοσύνη:''' Ιων. αντί <i>δραστ-</i> ([[δράω]]), [[υπηρεσία]], [[εξυπηρέτηση]], [[περιποίηση]], [[εκδούλευση]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρηστοσύνη Medium diacritics: δρηστοσύνη Low diacritics: δρηστοσύνη Capitals: ΔΡΗΣΤΟΣΥΝΗ
Transliteration A: drēstosýnē Transliteration B: drēstosynē Transliteration C: dristosyni Beta Code: drhstosu/nh

English (LSJ)

ἡ, Ep. for δραστ-,

   A service, Od. 15.321; δμωὶς δρηστοσύνῃσι κεκασμένη IG3.1310.

German (Pape)

[Seite 667] ἡ, das Dienen, Apoll Lex. Homer p. 60, 22 δρηστοσύνην· διακονίαν; Homer einmal, Odyss. 15, 321 δρησ τοσύνῃ οὐκ ἄν μοι ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος; vielleicht las Apollon. δρηστοσ ύνην – ἐρίσσειε, Griech. accusat; – im plur., Inscr. 939.

Greek (Liddell-Scott)

δρηστοσύνη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ δραστ-, δραστηριότης περὶ τὴν διακονίαν, Ὀδ. Ο. 321· δμωὶς δρηστοσύνῃσι κεκασμένη Συλλ. Ἐπιγρ. 939.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
service, fonction de serviteur.
Étymologie: δράω.

English (Autenrieth)

(δρηστήρ): work, service, Od. 15.321†.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Morfología: [plu. dat. -ῃσι IG 22.11205.1 (Atenas, imper.)]
servicio, labores domésticas, Od.15.321, plu. δμωὶς δρηστοσύνῃσι κεκασμένη IG l.c.

Greek Monolingual

δρηστοσύνη, η (Α)
περιποίηση, εξυπηρέτηση, διακονία.

Greek Monotonic

δρηστοσύνη: Ιων. αντί δραστ- (δράω), υπηρεσία, εξυπηρέτηση, περιποίηση, εκδούλευση, σε Ομήρ. Οδ.