δυσπέρατος: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπέρατος]], -ον (Α)<br />[[δυσκολοπέραστος]].
|mltxt=[[δυσπέρατος]], -ον (Α)<br />[[δυσκολοπέραστος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσπέρᾱτος:''' -ον, [[δυσδιάβατος]], [[δύσβατος]], δύσκολα προσπελάσιμος, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπέρᾱτος Medium diacritics: δυσπέρατος Low diacritics: δυσπέρατος Capitals: ΔΥΣΠΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: dyspératos Transliteration B: dysperatos Transliteration C: dysperatos Beta Code: duspe/ratos

English (LSJ)

ον,

   A hard to pass or cross, ὑπερβολαὶ ὄρους Str.4.6.6, cf.15.1.26 (Comp.): metaph., ἀμηχανίας δ. αἰών E.Med.646 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu überschreiten, zu passiren; ῥεῖθρον Strab. XV p. 697; übertr., αἰών, ein mühselig durchzubringendes Leben, Eur. Med. 684.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπέρᾱτος: -ον, δυσδιάβατος, χώρα Στράβων 697· αἰὼν Εὐρ. Μηδ. 645.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à traverser.
Étymologie: δυσ-, περάω.

Spanish (DGE)

(δυσπέρᾱτος) -ον
difícil de cruzar o franquear ὑπερβολαὶ τοῦ ὄρους Str.4.6.6, (γῆ) Str.15.1.26, ῥεῖθρα βαθέα καὶ δυσπέρατα D.S.20.38
fig. τὸν ἀμηχανίας ἔχουσα δυσπέρατον αἰῶν' llevando una vida de angustia difícil de cruzar E.Med.646.

Greek Monolingual

δυσπέρατος, -ον (Α)
δυσκολοπέραστος.

Greek Monotonic

δυσπέρᾱτος: -ον, δυσδιάβατος, δύσβατος, δύσκολα προσπελάσιμος, σε Ευρ.