εἰρήνη: Difference between revisions

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
(10)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[εἰρήνη]])<br /><b>1.</b> [[κατάσταση]] ηρεμίας και φιλικής σχέσης [[μεταξύ]] ατόμων, ομάδων, κρατών («οι τόποι επερνούσαν με ειρήνην», «εν [[καιρώ]] ειρήνης»)<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]], [[συνθήκη]] για τον τερματισμό του πολέμου («η [[υπογραφή]] της ειρήνης [[μεταξύ]] δύο κρατών», «ποιήσαντες εἰρήνην [[μετὰ]] τῶν ἐν τῷ κάστρῳ», «εἰρήνην ποιεῑν Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις»)<br /><b>3.</b> [[γαλήνη]], [[ηρεμία]] (α. «ἔζησε ἐν εἰρήνῃ» β. «ἐν εἰρήνῃ» [[[συνήθως]] επιτάφια [[επιγραφή]]]<br />γ. «[[εἰρήνη]] καὶ [[ἔλεος]] [[παρά]] Θεοῡ»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ἄγγελος]] εἰρήνης» — [[προστάτης]] [[άγγελος]] που παρέχει ψυχική [[γαλήνη]]<br /><b>2.</b> «Θεὸς εἰρήνης» — ο Θεός που διδάσκει τους ανθρώπους να έχουν [[ειρήνη]] [[μεταξύ]] τους<br /><b>3.</b> «λόγοι εἰρήνης» — συμφιλιωτικοί λόγοι<br /><b>4.</b> «εἰς ὁδὸν εἰρήνης» — [[συνήθης]] [[ευχή]] αποχαιρετισμού εκ μέρους επισκόπου, ηγουμένου, πρωθιερέα κ.λπ. [[προς]] κατώτερό του κληρικό ή [[προς]] λαϊκό·|| <b>νεοελλ.</b> <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «το [[δέντρο]] της ειρήνης» — η [[ελιά]]<br /><b>2.</b> «ρωμαϊκή [[ειρήνη]]» — η [[ειρήνη]] που επιβλήθηκε στους λαούς της Μεσογείου από τα ρωμαϊκά στρατεύματα [[κατά]] τους δύο πρώτους αιώνες της αυτοκρατορικής περιόδου<br /><b>3.</b> «[[διατάραξη]] της ειρήνης τών πολιτών, της κοινής ειρήνης, της θρησκευτικής ειρήνης» — η [[διέγερση]] ανησυχίας ή φόβου στους πολίτες με τη [[χρησιμοποίηση]] απειλών ή της τελέσεως θρησκευτικών ακολουθιών με φωνές, βρισιές κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><i>η Εἰρήνη</i><br />[[θεοποίηση]] της ειρήνης, προσωποποιημένη η [[ειρήνη]], [[κόρη]] του [[Διός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστης ετυμολ. Ως αρχικό θ. της λέξεως θεωρήθηκε τ. <i>ῑρ</i>-, που στην αττική διάλεκτο θα αποδόθηκε ως <i>ειρ</i>-. Το [[επίθημα]] -<i>ηνη</i>- που απαντά στη [[λέξη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αθήνη</i>, [[Μυκήνη]], [[αλλά]] και λέξεις που αναφέρονται στον πολιτισμό όπως [[σαγήνη]], [[γλήνη]]) καθιστά πιθανή την προελληνική [[προέλευση]] του τύπου [[ειρήνη]]. Εξάλλου, οι τ. σε -<i>ρᾱνᾱ</i> θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως υπερδιαλεκτισμοί. Ο αττ. τ. [[ειρήνη]] έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη [[λογοτεχνία]], ενώ οι διαφορετικοί διαλεκτικοί τύποι (<b>[[πρβλ]].</b> δωρ. <i>ιρᾱνᾱ</i>, θεσσ. <i>ιρείνα</i>, δελφ. <i>ειρήνα</i>) θεωρήθηκαν δάνειες λέξεις από τον ιων.-αττ. [[ειρήνη]]].
|mltxt=η (AM [[εἰρήνη]])<br /><b>1.</b> [[κατάσταση]] ηρεμίας και φιλικής σχέσης [[μεταξύ]] ατόμων, ομάδων, κρατών («οι τόποι επερνούσαν με ειρήνην», «εν [[καιρώ]] ειρήνης»)<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]], [[συνθήκη]] για τον τερματισμό του πολέμου («η [[υπογραφή]] της ειρήνης [[μεταξύ]] δύο κρατών», «ποιήσαντες εἰρήνην [[μετὰ]] τῶν ἐν τῷ κάστρῳ», «εἰρήνην ποιεῑν Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις»)<br /><b>3.</b> [[γαλήνη]], [[ηρεμία]] (α. «ἔζησε ἐν εἰρήνῃ» β. «ἐν εἰρήνῃ» [[[συνήθως]] επιτάφια [[επιγραφή]]]<br />γ. «[[εἰρήνη]] καὶ [[ἔλεος]] [[παρά]] Θεοῡ»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ἄγγελος]] εἰρήνης» — [[προστάτης]] [[άγγελος]] που παρέχει ψυχική [[γαλήνη]]<br /><b>2.</b> «Θεὸς εἰρήνης» — ο Θεός που διδάσκει τους ανθρώπους να έχουν [[ειρήνη]] [[μεταξύ]] τους<br /><b>3.</b> «λόγοι εἰρήνης» — συμφιλιωτικοί λόγοι<br /><b>4.</b> «εἰς ὁδὸν εἰρήνης» — [[συνήθης]] [[ευχή]] αποχαιρετισμού εκ μέρους επισκόπου, ηγουμένου, πρωθιερέα κ.λπ. [[προς]] κατώτερό του κληρικό ή [[προς]] λαϊκό·|| <b>νεοελλ.</b> <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «το [[δέντρο]] της ειρήνης» — η [[ελιά]]<br /><b>2.</b> «ρωμαϊκή [[ειρήνη]]» — η [[ειρήνη]] που επιβλήθηκε στους λαούς της Μεσογείου από τα ρωμαϊκά στρατεύματα [[κατά]] τους δύο πρώτους αιώνες της αυτοκρατορικής περιόδου<br /><b>3.</b> «[[διατάραξη]] της ειρήνης τών πολιτών, της κοινής ειρήνης, της θρησκευτικής ειρήνης» — η [[διέγερση]] ανησυχίας ή φόβου στους πολίτες με τη [[χρησιμοποίηση]] απειλών ή της τελέσεως θρησκευτικών ακολουθιών με φωνές, βρισιές κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><i>η Εἰρήνη</i><br />[[θεοποίηση]] της ειρήνης, προσωποποιημένη η [[ειρήνη]], [[κόρη]] του [[Διός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστης ετυμολ. Ως αρχικό θ. της λέξεως θεωρήθηκε τ. <i>ῑρ</i>-, που στην αττική διάλεκτο θα αποδόθηκε ως <i>ειρ</i>-. Το [[επίθημα]] -<i>ηνη</i>- που απαντά στη [[λέξη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αθήνη</i>, [[Μυκήνη]], [[αλλά]] και λέξεις που αναφέρονται στον πολιτισμό όπως [[σαγήνη]], [[γλήνη]]) καθιστά πιθανή την προελληνική [[προέλευση]] του τύπου [[ειρήνη]]. Εξάλλου, οι τ. σε -<i>ρᾱνᾱ</i> θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως υπερδιαλεκτισμοί. Ο αττ. τ. [[ειρήνη]] έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη [[λογοτεχνία]], ενώ οι διαφορετικοί διαλεκτικοί τύποι (<b>[[πρβλ]].</b> δωρ. <i>ιρᾱνᾱ</i>, θεσσ. <i>ιρείνα</i>, δελφ. <i>ειρήνα</i>) θεωρήθηκαν δάνειες λέξεις από τον ιων.-αττ. [[ειρήνη]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰρήνη:''' ἡ, [[ειρήνη]], [[περίοδος]], [[καιρός]] ειρήνης, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐπ' εἰρήνης</i>, σε καιρό ειρήνης, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>εἰρ. γίγνεται</i>, γίνεται [[ειρήνη]], σε Ηρόδ.· <i>εἰρήνην ποιεῖν</i> ή <i>ποιεῖσθαι</i>, κάνω [[ειρήνη]]· <i>εἰρ. ἄγειν</i>, [[διατηρώ]], [[προστατεύω]] την [[ειρήνη]], σε Αριστοφ.· <i>λύειν</i>, την [[σπάζω]], την [[παραβιάζω]], σε Δημ. (άγν. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 22:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰρήνη Medium diacritics: εἰρήνη Low diacritics: ειρήνη Capitals: ΕΙΡΗΝΗ
Transliteration A: eirḗnē Transliteration B: eirēnē Transliteration C: eirini Beta Code: ei)rh/nh

English (LSJ)

(v. infr.), ἡ,

   A peace, Od.24.486, etc.; ἐπ' εἰρήνης in time of peace, Il.2.797; ἔθηκε πᾶσιν εἰ. φίλοις A.Pers.769; εἰ. τἀκεῖθεν τέκνοις on that side they have peace, have naught to fear, E.Med.1004; εἰ. γίγνεται peace is made, Hdt.1.74: hence later, a peace, treaty of peace, ἡ βασιλέως εἰ. IG22.103.24, etc.; εἰ. ποιεῖν 'Αρμενίοις καὶ Χαλδαίοις make peace between... X.Cyr.3.2.12; εἰ. ποιεῖσθαι And.3.8, Aeschin. 2.77; εἰ. κατεργάζεσθαι, πράττειν, And.3.8,17; διαπράξασθαι X.HG 6.3.4; εἰρήνης δεῖσθαι ib.2.2.13; εἰρήνην δέχεσθαι to accept it, ib. 22; λαβεῖν And.3.7; εἰ. ἄγειν keep peace, be at peace, Ar.Av.386, etc.; πρὸς ἀλλήλους Pl.R.465b; εἰ. ἄγειν (v.l. ἔχειν) enjoy peace, X.An.2.6.6; λύειν break it, D.18.71; πολλὴ εἰ. τινὸς γίγνεται profound peace, Pl. R.329c; ἐν εἰρήνῃ λέγειν, τὸν βίον διάγειν, Id.Smp.189b, R.372d; πόλεμον εἰρήνης χάριν [αἱρεῖσθαι] Arist.Pol.1333a35; εἰρήνης ἄρξας, = εἰρηναρχήσας, IGRom.3.784, cf. 452.    II the goddess of peace, daughter of Zeus and Themis, Hes.Th.902, cf. Pi.O.13.7, B.Fr.3.1, IG3.170, Plu.Cim.13, etc.    III Pythag. name for three, Theol.Ar. 16; for six, ib.37.    IV Hebraism in LXX, ἐρωτῆσαί τινα εἰς εἰρήνην greet a person, inquire after their health, Jd.18.15, 1 Ki.17.22; ἐρ. τινὰ τὰ εἰς εἰ. ib.10.4; so ἐπερωτᾶν εἰς εἰ. τοῦ πολέμου 2 Ki.11.7; in salutations, εἰ. σοι; 4 Ki.4.26, cf. Ev.Luc.24.36, al.; εἰ. ἡ εἴσοδός σου 3 Ki.2.13. (ϝειράνα IG5(1).1509 (Sparta, iv B. C., dub.); ἰράνα ib.4.917 (Epid.), 12(3).29.12 (Telos); cf. Boeot. πολέμω καἰράνας ib.7.2407, but Cret. πολέμω χ[ἰ]ρήνας GDI5018.5; εἰρήνα Pi.l.c., B.l.c., SIG241.80 (Delph., iv B. C.), later εἰράνα IG5(1).935.14 (ii B. C.).)

German (Pape)

[Seite 735] ἡ (εἴρω), dor. εἰράνα, böot. ἰράνα, der Friede, die Friedenszeit, Hom. u. Folgde überall; ἐπ' εἰρήνης Il. 2, 797; εἰρήνην ποιεῖν Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις, Frieden stiften zwischen den Armeniern u. Chaldäern, Xen. Cyr. 3, 2, 12; εἰρήνην ποιεῖσθαι, (für sich) Frieden machen, Aesch. 2, 77; εἰρήνης γενομένης, als Friede geworden, Plat. u. A.; auch πράττειν, κατεργάζεσθαι, zu Stande bringen, Dem.; διαπράττεσθαι, Xen. Hell. 2, 2, 13; εἰρήνην ἄγειν, Frieden halten, πρὸς ἀλλήλους Plat. Polit. 307 e; Rep. V, 465 b; τινί, Ar. Av. 386; εἰρήνην ἔχειν, Xen. An. 2, 6, 6; von σπονδαί unterschieden, Andoc. 3, 11; πολλὴ εἰρήνη, tiefer Frieden, Xen. Uebertr., Ruhe, τῶν τοιούτων ἐν γήρᾳ πολλὴ εἰρήνη γίγνεται καὶ ἐλευθερία Plat. Rep. I, 329 c; ἐν εἰρήνῃ λέγειν, ruhig sagen, Conv. 189 b. – Personificirt, die Friedensgöttinn, Tochter des Zeus u. der Themis, Hes. Th. 902. S. nom. propr.

Greek (Liddell-Scott)

εἰρήνη: ἡ, ἡ εἰρήνη, καρὸς εἰρήνης, Ὁμ., κλ. (Περὶ τῆς διαφορᾶς αὐτῆς ἀπὸ τῶν σπονδῶν ἴδε Ἀνδοκ. 24. 40)· ἐπ’ εἰρήνης, ἐν καιρῷ εἰρήνης, Ἰλ. Β. 797· ἔθηκε πᾶσιν εἰρήνην φίλοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 769· εἰρήνη δὲ τἀκεῖθεν τέκνοις, τὰ ἐξ ἐκείνου τοῦ μέρους ἔχουσιν εἰρηνικῶς τοῖς τέκνοις, ὥστε οὐδὲν πρέπει νὰ φοβῶνται, Ε’θρ. Μήδ. 1004· φράσεις ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ: εἰρήνη γίγνεται Ἡρόδ. 1. 74· εἰρήνην ποιεῖν Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις, μεταξὺ Ἀρμ. καὶ Χαλδ., Ξεν. Κύρ. 3. 2, 12· εἰρήνην ποιεῖσθαι Αἰσχίν. 38. 12· εἰρ. κατεργάζεσθαι, πράττειν, Ἀνδοκ. 24. 26, 25. 30· διαπράττεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 4· εἰρήνης δεῖσθαι, αὐτόθι 2. 2, 13· εἰρήνην δέχεσθαι, συχνὰ παρὰ Ξεν.· λαβεῖν Ἀνδοκ. 24. 18· εἰρ. ἄγειν, εἶναι, διάγειν ἐν εἰρήνῃ τινὶ πρός τινα μετά τινος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 386· πρός τινα Πλάτ. Πολ. 465Β· εἰρ. ἔχειν, ἀπολαύειν εἰρήνης, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 6· λύειν, διαλύειν, Δημ. 248. 21· πολλὴ εἰρήνη, μεγάλη, Πλάτ. Πολ. 329C· ἐν εἰρήνῃ, εἰρηνικῶς, ὁ αὐτ. Συμπ. 189Β, Πολ. 372D· πόλεμον εἰρήνης χάριν αἱρεῖσθαι Ἀριστ. Πολ. 7. 14, 13. ΙΙ. ἡ θεὰ Εἰρήνη, θυγάτηρ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Θέμιδος, Ἡσ. Θ. 902· λατρευομένη ἐν Ἀθήναις ἀπὸ τοῦ 449 π. Χρ., Πλούτ. Κίμ. 13. (Εἶναι ἀμφίβολον ἂν παράγεται ἐκ τοῦ εἴρω (sero), συνδέω, συνάπτω, ἢ τοῦ εἴρω, λέγω).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
paix : ἐπ’ εἰρήνης IL en paix ; εἰρήνην ποιεῖσθαι ESCHN, διαπράττεσθαι XÉN conclure la paix ; εἰρήνην ἔχειν XÉN être en paix ; au sens mor. paix, calme de l’âme, de l’esprit.
Étymologie: DELG prob. emprunt préhell.

English (Autenrieth)

(εἴρηται): peace; ἐπ· εἰρήνης, ‘in time of peace.’

English (Strong)

probably from a primary verb eiro (to join); peace (literally or figuratively); by implication, prosperity: one, peace, quietness, rest, + set at one again.

English (Thayer)

εἰρήνης, ἡ (apparently from εἴρω, to join; (others from εἴρω equivalent to λέγω; Etym. Magn. 803,41; Vanicek, p. 892; Lob. Path. Proleg., p. 194; Benfey, Wurzellex. ii., p. 7)), the Sept. chiefly for שָׁלום; (from Homer down); peace, i. e.
1. a state of national tranquility; exemption from the rage and havoc of war: πολλή εἰρήνη, τά (WH text omits τά) πρός εἰρήνην, things that look toward peace, as an armistice, conditions for the restoration of peace αἰτεῖσθαι εἰρήνην, ἔχειν εἰρήνην, of the church free from persecutions, peace between individuals, i. e. harmony, concord: Buttmann, 125 (109)); ἐν εἰρήνη, where harmony prevails, in a peaceful mind, ὁδός εἰρήνης, way leading to peace, a course of life promoting harmony, μετ' εἰρήνης, in a mild and friendly spirit, ποιεῖν εἰρήνην, to promote concord, ζητεῖν, διώκειν, μετά πάντων added, τά τῆς εἰρήνης διώκειν, Buttmann, 95 (83); Winer s Grammar, 109 (103 f)). Specifically, good order, opposed to ἀκαταστασία, שָׁלום, security, safety, prosperity, felicity, (because peace and harmony make and keep things safe and prosperous): εἰρήνη καί ἀσφάλεια, opposed to ὄλεθρος, ἐν εἰρήνη ἐστι τά ὑπάρχοντα, αὐτοῦ, his goods are secure from hostile attack, ὕπαγε εἰς εἰρήνην, πορεύου εἰς εἰρήνην לְשָׁלום לֵך depart into a place or state of peace; (cf. Buttmann, 184 (160))); πορεύεσθαι ἐν εἰρήνη, ὑπάγετε ἐν εἰρήνη, go in peace, i. e. may happiness attend you; ἀπολύειν τινα μετ' εἰρήνης, to dismiss one with good wishes, ἐν εἰρήνη, with my wish fulfilled, and therefore happy, ἀπολύω, 2a.); προπέμπειν τινα ἐν εἰρήνη free from danger, safe, לְך שָׁלום (εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ, let peace, blessedness, come to this household, υἱός εἰρήνης, worthy of peace (cf. Winer s Grammar, § 34,3 N. 2; Buttmann, 161 f (141)), ἐλθέτω ἡ εἰρήνη ἐπ' αὐτόν, let the peace which ye wish it come upon it, i. e. be its lot, ἐπαναπαήσεται ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἐπ' αὐτόν, ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρός ὑμᾶς ἐπιστραφήτω, let your peace return to you, because it could not rest upon it, i. e. let it be just as if ye had not uttered the wish, the Messiah's peace: ὁδός εἰρήνης, the way that leads to peace (salvation), εἰρήνης ἐν οὐρανῷ, peace, salvation, is prepared for us in heaven, εὐαγγελίζεσθαι εἰρήνην, ἐν εἰρήνη namely, ὄντες; is used of those who, assured of salvation, tranquilly await the return of Christ and the transformation of all things which will accompany that event, πληροῦν πάσης ... εἰρήνης ἐν τῷ πιστεύειν, L marginal reading ἐν πιστεύειν εἰρήνη)); ἔχειν ἐν Χριστῷ εἰρήνην (opposed to ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔχειν), ἔχειν εἰρήνην πρός τόν Θεόν, with God, εἰρήνη πρός τινα, Plato, rep. 5, p. 465b.; cf. Diodorus 21,12; cf. Meyer on Romans , the passage cited; Winer's Grammar, 186 (175); 406 (379))); εὐαγγελίζεσθαι εἰρήνην, R G Tr marginal reading in brackets); τό εὐαγγέλιον τῆς εἰρήνης, εἰρήνην ἀφίημι κτλ., ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, which comes, from Christ, θεοῦ; τοῦ Θεοῦ, Winer s Grammar, 186 (175)). Comprehensively, of every kind of peace (blessing), yet with a predominance apparently of the notion of peace with God, εἰρήνη is used — in the salutations of Christ after his resurrection, εἰρήνη ὑμῖν (לָכֶם שָׁלום, T omits; WH reject the clause); ὁ κύριος τῆς εἰρήνης, the Lord who is the author and promoter of peace, ὁ Θεός τῆς εἰρήνης Herzog iv., p. 596f under the words Friede mit Gott; Weiss, Biblical Theol. d. N. T. § 83b.; (Otto in the Jahrbb. fur deutsch. Theol. for 1867, p. 678ff; cf. Winer's Grammar, 549 (511)).
6. of the blessed state of devout and upright men after death (Romans 2:10.

Greek Monolingual

η (AM εἰρήνη)
1. κατάσταση ηρεμίας και φιλικής σχέσης μεταξύ ατόμων, ομάδων, κρατών («οι τόποι επερνούσαν με ειρήνην», «εν καιρώ ειρήνης»)
2. συμφωνία, συνθήκη για τον τερματισμό του πολέμου («η υπογραφή της ειρήνης μεταξύ δύο κρατών», «ποιήσαντες εἰρήνην μετὰ τῶν ἐν τῷ κάστρῳ», «εἰρήνην ποιεῑν Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις»)
3. γαλήνη, ηρεμία (α. «ἔζησε ἐν εἰρήνῃ» β. «ἐν εἰρήνῃ» [[[συνήθως]] επιτάφια επιγραφή]
γ. «εἰρήνη καὶ ἔλεος παρά Θεοῡ»)
μσν.- νεοελλ.
φρ.
1. «ἄγγελος εἰρήνης» — προστάτης άγγελος που παρέχει ψυχική γαλήνη
2. «Θεὸς εἰρήνης» — ο Θεός που διδάσκει τους ανθρώπους να έχουν ειρήνη μεταξύ τους
3. «λόγοι εἰρήνης» — συμφιλιωτικοί λόγοι
4. «εἰς ὁδὸν εἰρήνης» — συνήθης ευχή αποχαιρετισμού εκ μέρους επισκόπου, ηγουμένου, πρωθιερέα κ.λπ. προς κατώτερό του κληρικό ή προς λαϊκό·

Greek Monotonic

εἰρήνη: ἡ, ειρήνη, περίοδος, καιρός ειρήνης, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐπ' εἰρήνης, σε καιρό ειρήνης, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰρ. γίγνεται, γίνεται ειρήνη, σε Ηρόδ.· εἰρήνην ποιεῖν ή ποιεῖσθαι, κάνω ειρήνη· εἰρ. ἄγειν, διατηρώ, προστατεύω την ειρήνη, σε Αριστοφ.· λύειν, την σπάζω, την παραβιάζω, σε Δημ. (άγν. προέλ.).