ἔγερσις: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(10)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[έγερση]].
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[έγερση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔγερσις:''' -εως, ἡ, [[ξύπνημα]] από τον ύπνο, σε Πλάτ.· [[έγερση]], [[ανάσταση]] από τους νεκρούς, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 22:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγερσις Medium diacritics: ἔγερσις Low diacritics: έγερσις Capitals: ΕΓΕΡΣΙΣ
Transliteration A: égersis Transliteration B: egersis Transliteration C: egersis Beta Code: e)/gersis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A awaking, Hp.Coac.82; personified in Emp.123.1: pl., Phld.Rh.2.206S., Polyaen.2.2.6: metaph., ἡ τοῦ θυμοῦ ἔ. Pl.Ti. 70c, Arist.EN1116b30.    b awaking from death, Ev.Matt.27.53; recovery, ἐκ τοῦ πάθεος Aret.SA2.11.    2 raising, erection, τειχίων Hdn.8.5.4 (pl.), cf. Men.Eph. ap. J.AJ8.5.3.

German (Pape)

[Seite 703] ἡ, das Erwecken; Hippocr.; vom Tode, N. T.; Erregen, θυμοῦ Plat. Tim. 70 c; Arist. Eth. 3, 11; auch τειχῶν, Aufführung, Hdn. 8, 5 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγερσις: -εως, ἡ, τὸ ἐγείρεσθαι ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 129· οὕτως, ἡ τοῦ θυμοῦ ἔγ. Πλάτ. Τίμ. 70C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 8, 10· - τὸ ἐγείρεσθαι ἐκ νεκρῶν, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 53. 2) ἀνέγερσις, οἰκοδόμησις, τειχίων Ἡρόδ. 8. 5, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 5, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 érection, construction;
2 action d’éveiller ; réveil ; résurrection ; fig. excitation.
Étymologie: ἐγείρω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1despertar, acción de salir del sueño ἐγέρσει ἤγειρεν τοὺς φυλάσσοντας LXX Id.7.19, cf. Arist.HA 635a38, Aristeas 160, Διὸς ἔ. al principio del canto XV de la Ilíada Tab.Il.14.5, αἰφνίδιος ... ἐξ ὕπνου ἔ. Orib.Ec.46.4, cf. Clem.Al.Strom.5.14.105
personif. Εὐναίη καὶ Ἔγερσις Emp.B 123.1, como uno de los elementos de la Creación, op. ὕπνος Orac.Sib.8.451.
2 fig. de las capacidades intelectuales despertar, avivamiento τοῦ θυμοῦ Pl.Ti.70c, Arist.EN 1116b30, κάθαρσις ἡ ἔ. ἐκ τῶν ἀτόπων εἰδώλων Plot.3.6.5, ἔστι δὲ ἡ μὲν ἔ. ἀνάτασις ὑπὸ τῆς ψυχῆς Procl.in R.1.181, τὰ δὲ νοήματα τοῦ νοῦ ... λέγονται ... ἐγέρσεις Origenes M.17.237B, de forma relig. o mística, del ojo del alma, op. μύσις Origenes Cels.7.39.
3 vigilia, estado de vigilia τοῦ γὰρ μεταξὺ τῆς ἐγέρσεως ὄντος ὀλίγου χρόνου siendo breve el intervalo en medio del estado de vigilia Arist.Pr.900b36
vigilia, guardia προσέταξεν ἐν τοῖς ὅπλοις διατελεῖν καὶ τὰς ἐγέρσεις ποιεῖσθαι πυκνάς Polyaen.2.2.6.
4 resurrección ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ Eu.Matt.27.53, ἡ ἔ. ἐκ νεκρῶν Iren.Lugd.Haer.1.10.1, σώματος νεκροῦ PMag.13.277, cf. Gr.Nyss.9.268, Basil.M.31.1681A.
II medic.
1 vigilia, insomnio ocasionado por la enfermedad ταραχώδεες ... ἐγέρσεις Hp.Coac.82, κῶμα δὲ καὶ καταφορὴ καὶ πάλιν ἔ. Hp.Epid.3.17.11.
2 recuperación, vuelta en sí ὠκίστη ἐκ τοῦ πάθεος ἡ ἔ. Aret.SA 2.11.5, cf. Hsch.s.u. ὀρεταί.
III c. idea mov. hacia arriba
1 expansión ἔ. τῆς ἀρτηρίας percibida al tomar el pulso, Archig. en Gal.8.509
elevación τῶν κυμάτων Sch.Er.Il.7.63b.
2 arq. erección, levantamiento τοῦ οἴκου τοῦ κυρίου LXX 1Es.5.59, τειχίων Hdn.8.5.4, cf. Thdt.HE 1.17.6.

English (Strong)

from ἐγείρω; a resurgence (from death): resurrection.

English (Thayer)

ἐγερσεως, ἡ (ἐγείρω "a rousing, excitation:" τοῦ θυμοῦ, Plato, Tim., p. 70c.; a rising up, resurrection from death; Matthew 27:58.

Greek Monolingual

η
βλ. έγερση.

Greek Monotonic

ἔγερσις: -εως, ἡ, ξύπνημα από τον ύπνο, σε Πλάτ.· έγερση, ανάσταση από τους νεκρούς, σε Καινή Διαθήκη