ἐκπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκπέτομαι]] και [[ἐκπέταμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πετώ]] και [[φεύγω]]<br /><b>2.</b> απομακρύνομαι, [[χάνομαι]], εξαφανίζομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐκπέτομαι]] [[περί]] τι ή τινά» — [[πετώ]] [[γύρω]] [[γύρω]].
|mltxt=[[ἐκπέτομαι]] και [[ἐκπέταμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πετώ]] και [[φεύγω]]<br /><b>2.</b> απομακρύνομαι, [[χάνομαι]], εξαφανίζομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐκπέτομαι]] [[περί]] τι ή τινά» — [[πετώ]] [[γύρω]] [[γύρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπέτομαι:''' ή -[[πέταμαι]], μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ <i>ἐξεπτόμην</i> ή <i>-άμην</i>, και σε Ενεργ. [[ἐξέπτην]]· [[πετώ]] [[μακριά]] απ' τη [[φωλιά]] ή [[πετώ]] προς τα πάνω και [[φεύγω]], σε Ησίοδ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπέτομαι Medium diacritics: ἐκπέτομαι Low diacritics: εκπέτομαι Capitals: ΕΚΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: ekpétomai Transliteration B: ekpetomai Transliteration C: ekpetomai Beta Code: e)kpe/tomai

English (LSJ)

(ἐκπετ-πέταμαι Arist.HA554b1), fut.

   A -πτήσομαι Ar.V.208 : aor. ἐξεπτόμην, part. -πτόμενος Id.Av.788 ; also ἐξεπτάμην E.El.944, Pl.Ti.81e, ἐκπτάμενος Ἀθηνᾶ 20.249 (Chios) : also in act. form ἐξέπτην Hes.Op.98, Batr.211, Ant. Lib.1.5, Palaeph.12 : for aor. ἐξεπετάσθην, v. πέτομαι :—fly out or away, ll. cc. : metaph.,ἔπαινοι Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ἐκπετόμενοι Luc.Rh.Pr.6.

German (Pape)

[Seite 772] = ἐκπέταμαι, part. praes., Arist. H. A. 9, 40 (626, 32).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπέτομαι: ἢ -πέταμαι (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 6., 5. 22, 12): μέλλ. -πτήσομαι Εὐρ. Ἠρ. 944, Ἀριστοφ. Σφ. 208· ἀόρ. ἐξεπτόμην ἢ -άμην ὁ αὐτ. Ὄρν. 788, ἀλλ᾿ ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἐξέπτην, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98, Βατραχμ. 211· περὶ τοῦ ἀορ. ἐξεπετάσθην ἴδε πέτομαι· «ξεπετῶ», πετῶ καὶ φεύγω.

French (Bailly abrégé)

s’envoler.
Étymologie: ἐκ, πέτομαι.

Spanish (DGE)

• Morfología:v. tb. ἐκπέταμαι; aor. part. ἐκπτόμενος Ar.Au.788
echar a volar, volar de aves e insectos στροῦθος ἁνὴρ γίγνεται· ἐκπτήσεται Ar.V.208, ἐκπτόμενος ἂν οὗτος ἠρίστησεν ἐλθὼν οἴκαδε Ar.Au.788, ἰκτῖνοι ἐκ τοιούτων ἐκπετόμενοι χωρίων Arist.HA 600a17, ὄρχιλος ἐξ ὀπῆς ἐκπετόμενος Thphr.Sign.53, ὁ φρῦνος ... ἐπιτηρῶν ἐκπετομένας (μελίττας) κατεσθίει el sapo acechando a las (abejas) que van volando se las come Arist.HA 626a32
fig. οἱ ἔπαινοι ... Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ... ἐκπετόμενοι Luc.Rh.Pr.6.

Greek Monolingual

ἐκπέτομαι και ἐκπέταμαι (Α)
1. πετώ και φεύγω
2. απομακρύνομαι, χάνομαι, εξαφανίζομαι
3. φρ. «ἐκπέτομαι περί τι ή τινά» — πετώ γύρω γύρω.

Greek Monotonic

ἐκπέτομαι: ή -πέταμαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ ἐξεπτόμην ή -άμην, και σε Ενεργ. ἐξέπτην· πετώ μακριά απ' τη φωλιά ή πετώ προς τα πάνω και φεύγω, σε Ησίοδ., Ευρ.