ἐνεῖδον: Difference between revisions
(big3_14) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[ἐνοράω]]. | |dgtxt=v. [[ἐνοράω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνεῖδον:''' αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]] με το [[ἐνοράω]] να χρησιμ. αντί [[αυτού]]· [[παρατηρώ]] [[κάτι]], <i>τι ἔν τινι</i>, σε Θουκ.· <i>τί τινι</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[παρατηρώ]], [[διακρίνω]], [[βλέπω]] μέσα από, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
English (LSJ)
aor. 2 with no pres. in use, ἐνοράω being used instead,
A see or observe in, τι ἔν τινι Th.1.95; τί τινι X.An.7.7.45: c. acc., observe, remark, S.Ph.854 (lyr.): c. part., πλέον ἐνεῖδον σχήσοντες Th. 7.36: c. inf., ἃ ἀρωγὰ ἐνείδομεν . . ἔσεσθαι ib.62: c. dat., gaze at, ἀτενὲς ἐ. αὐγῇ Orib.Eup.4.13.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεῖδον: ἀόρ, β΄ ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ χρησιμοποιεῖται τὸ ἐνοράω, βλέπω ἢ παρατηρῶ ἔν τινι, ὅπερ καὶ ἐν τῷ Παυσανίᾳ ἐνεῖδον Θουκ. 1. 95· κακόνοιάν τινα ἐνιδόντας Ξεν. Ἀν 7. 7, 45· ἀπολ., παρατηρῶ, προβλέπω, Σοφ. Φιλ. 854· μετὰ μετοχ., πλέον ἐνεῖδον σχήσοντες Θουκ. 7. 36· μετ’ ἀπαρ., ἃ ἀρωγὰ ἐνείδομεν... ἔσεσθαι αὐτόθι 62.
French (Bailly abrégé)
ao.2 de ἐνοράω.
Spanish (DGE)
v. ἐνοράω.
Greek Monotonic
ἐνεῖδον: αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση με το ἐνοράω να χρησιμ. αντί αυτού· παρατηρώ κάτι, τι ἔν τινι, σε Θουκ.· τί τινι, σε Ξεν.· απόλ., παρατηρώ, διακρίνω, βλέπω μέσα από, σε Σοφ.