ἐνέργεια: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(12) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐνέργεια]])<br /><b>1.</b> [[δράση]], [[κίνηση]] ή [[δραστηριότητα]] [[προς]] [[εκτέλεση]] έργου<br /><b>2.</b> [[δραστικότητα]], αποτελεσματικότητα («η [[ενέργεια]] του φαρμάκου»)<br /><b>3.</b> [[διάθεση]] του ρήματος που εκφράζει [[δράση]] του υποκειμένου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσπάθεια]] («[[συντονισμός]] ενεργειών»)<br /><b>2.</b> έμπρακτη [[εκδήλωση]] διαθέσεων, τάσεων («φιλική [[ενέργεια]]», «εχθρική, άστοχη [[ενέργεια]]»)<br /><b>3.</b> [[δύναμη]] που παράγει [[κίνηση]], [[θερμότητα]] κ.λπ. («ηλεκτρική [[ενέργεια]], αιολική, πυρηνική, ατομική»)<br /><b>4.</b> [[δύναμη]] που βρίσκεται στην [[ακμή]] της, που εκδηλώνεται με έντονη [[δραστηριότητα]] («[[ηφαίστειο]] εν ενεργεία»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «πηγές ενέργειας» — φυσικές πηγές που με κατάλληλη [[αξιοποίηση]] παράγουν [[κίνηση]], [[θερμότητα]] κ.λπ.<br />β) «[[αξιωματικός]] εν ενεργεία» — η [[κατάσταση]] αξιωματικού τοποθετημένου σε [[θέση]] τών σωμάτων ή υπηρεσιών ή στον οποίο έχει ανατεθεί ειδική [[υπηρεσία]] ή [[αποστολή]]<br /><b>7.</b> «[[προς]] ενέργειαν» — [[χαρακτηρισμός]] εγγράφου στο οποίο [[πρέπει]] να δοθεί [[απάντηση]] ή να κινηθούν υπηρεσιακές διαδικασίες<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανδρεία]]<br /><b>2.</b> [[ένταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φυσιολογική [[λειτουργία]]<br /><b>2.</b> [[δύναμη]] που επιφέρει εξωτερικά αποτελέσματα («δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐνεργείᾳ ὑπάρχειν» — το να υπάρχει [[κάτι]] πραγματικά, να διαπιστώνεται η ύπαρξη του<br /><b>4.</b> [[ζωηρότητα]] ύφους και εκφράσεως. | |mltxt=η (AM [[ἐνέργεια]])<br /><b>1.</b> [[δράση]], [[κίνηση]] ή [[δραστηριότητα]] [[προς]] [[εκτέλεση]] έργου<br /><b>2.</b> [[δραστικότητα]], αποτελεσματικότητα («η [[ενέργεια]] του φαρμάκου»)<br /><b>3.</b> [[διάθεση]] του ρήματος που εκφράζει [[δράση]] του υποκειμένου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσπάθεια]] («[[συντονισμός]] ενεργειών»)<br /><b>2.</b> έμπρακτη [[εκδήλωση]] διαθέσεων, τάσεων («φιλική [[ενέργεια]]», «εχθρική, άστοχη [[ενέργεια]]»)<br /><b>3.</b> [[δύναμη]] που παράγει [[κίνηση]], [[θερμότητα]] κ.λπ. («ηλεκτρική [[ενέργεια]], αιολική, πυρηνική, ατομική»)<br /><b>4.</b> [[δύναμη]] που βρίσκεται στην [[ακμή]] της, που εκδηλώνεται με έντονη [[δραστηριότητα]] («[[ηφαίστειο]] εν ενεργεία»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «πηγές ενέργειας» — φυσικές πηγές που με κατάλληλη [[αξιοποίηση]] παράγουν [[κίνηση]], [[θερμότητα]] κ.λπ.<br />β) «[[αξιωματικός]] εν ενεργεία» — η [[κατάσταση]] αξιωματικού τοποθετημένου σε [[θέση]] τών σωμάτων ή υπηρεσιών ή στον οποίο έχει ανατεθεί ειδική [[υπηρεσία]] ή [[αποστολή]]<br /><b>7.</b> «[[προς]] ενέργειαν» — [[χαρακτηρισμός]] εγγράφου στο οποίο [[πρέπει]] να δοθεί [[απάντηση]] ή να κινηθούν υπηρεσιακές διαδικασίες<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανδρεία]]<br /><b>2.</b> [[ένταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φυσιολογική [[λειτουργία]]<br /><b>2.</b> [[δύναμη]] που επιφέρει εξωτερικά αποτελέσματα («δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐνεργείᾳ ὑπάρχειν» — το να υπάρχει [[κάτι]] πραγματικά, να διαπιστώνεται η ύπαρξη του<br /><b>4.</b> [[ζωηρότητα]] ύφους και εκφράσεως. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνέργεια:''' ἡ, [[δραστηριότητα]], [[δράση]], [[πράξη]], [[ενέργεια]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A activity, operation, opp. ἕξις (disposition), Arist.EN1098b33, al.; ζῴου Plb.1.4.7; ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐφροσύνη κατὰ κίνησιν ἐνεργείᾳ βλέπονται Epicur.Fr.2; opp. ἀογία, Hierocl. in CA19p.461M.: pl., παντοδαπαὶ ἐ. Polystr.p.30 W.; ἐ. καὶ σπουδή PTeb.616 (ii A.D.); physiological function, Gal.6.21; performance, τῶν καθηκόντων Ph.1.91; activity, of drugs, Gal.6.467; force, of an engine, D.S.20.95 (but, mechanism, 'action', Hero Aut.1.7). b workmanship, Aristeas 59. 2 esp. of divine or supernatural action, Ep.Eph.1.19, al., Aristeas 266; ἐ. θεοῦ Διὸς Βαιτοκαίκης OGI262.4 (Syria, iii A.D.); magical operation, ἱερὰ ἐ. PMag.Par.1.159. 3 pl., ἐνέργειαι cosmic forces, Herm. ap. Stob.1.41.6. 4 Gramm., active force, opp. πάθος, D.T.637.29, A.D.Synt.9.9 (pl.), al.; ἐνέργειαι καὶ πάθη active and passive forms, Alex.Fig.2.14. 5 Rhet., vigour of style, Arist. Rh.1411b28. II in the philos. of Arist., opp. δύναμις, actuality, Metaph.1048a26, al.; opp. ὕλη, ib.1043a20; ἡ ὡς ἐ. οὐσία, substance in the sense of actuality, ib.1042b10; opp. ἐντελέχεια, as actuality to full reality, ib.1050a22, 1047a30; ἐνεργείᾳ actually, opp. δυνάμει, ib.1045b19, al., etc.
German (Pape)
[Seite 838] ἡ, Wirksamkeit, Thätigkeit, Arist. Eth. 1, 1, = πρᾶξις, den ἔργα selbst entgeggstzt, vgl. 1, 7; κατ' ἐνέργειαν, im Ggstz von καθ' ἕξιν.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνέργεια: ἡ, (ἐνεργής), τὸ ἐνεργεῖν, δρᾶσις, πρᾶξις, κίνησις, ἐνέργεια, ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν ἕξιν, ἡ μὲν γὰρ αἴσθησις ἕξις ἡ δὲ κίνησις ἐνέργεια Ἀριστ. Τοπικ. 4. 5, 1· ἐπὶ πραγμάτων, δύναμις, Διόδ. 20. 95· ἐν τῇ ῥητορικῇ, ζωηρὰ ἢ ἀνθηρὰ ἔκφρασις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11. 2. ΙΙ. ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Ἀριστ. τὸ ἐνεργείᾳ ὑπάρχειν, πράγματι ὑπάρχειν, ἀντιτίθεται τῷ δυνάμει ὑπάρχειν. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 6, 1 κἑξ.: ἴδε τὴν λέξιν δύναμις IV: ἡ ἐνέργεια πολλάκις δὲν διακρίνεται τῆς λέξεως ἐντελέχεια· ἀλλ’ ὅτι ὁ Ἀριστ. κάμνει διάκρισιν μεταξὺ αὐτῶν εἶναι φανερὸν ἐκ τῶν Φυσ. 3. 3, 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 3. 9· ἀμφότεραι σημαίνουσι τὴν πραγματικὴν ὕπαρξιν πράγματός τινος, ἀλλ’ ἡ ἐντελέχεια εἶναι ἡ πλήρης καὶ ἀπόλυτος κατάστασις ἡ προερχομένη ἐκ τῆς ἐνεργείας, Trendelenb. de An. σ. 297. Bonitz. Metaph. 2. σ. 387: ἡ ἐνέργεια ἀντιτίθεται ὡσαύτως τῇ ὕλῃ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 2, 6 καὶ = τῇ οὐσίᾳ 7. 2, 1, κτλ.· ἴδε Bonitz. σ. 392 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. force en action, p. opp. à δύναμις, force en puissance ; activité;
II. p. ext. 1 action ou fonctionnement (d’un mécanisme);
2 action, acte (p. opp. à ἕξις, manière d’être, état) ; force des choses, force ou vivacité dans le discours ; t. de gramm. l’Actif;
3 action, influence (en mauv. part, en parl. du mauvais esprit).
Étymologie: ἐνεργής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -είη AP 9.597 (Cometas)
• Grafía: pap. e inscr. frec. graf. ἐνεργία PTeb.616 (II d.C.), IStratonikeia 266.16 (II/III d.C.), GMA 46.13 (Alepo II/III d.C.)
• Morfología: [sg. gen. hiperdor. ἐνεργῄας Hippod.Pyth.Hell.99.29]
A usos gener.
I 1actividad, acción παντοδαπαὶ ... ἐνέργειαι καὶ πράξεις βλαβεραί Polystr.Contempt.31.12, cf. I.BI 1.106, D.H.Comp.20.14, Arr.Epict.2.16.15, ἡ φυσικὴ ἐ. la acción de la naturaleza D.S.1.74, cf. Athenag.Res.24, ἡ ἐν τῷ πράττειν ἐ. D.S.1.97, αἱ γινόμεναι ἐνέργειαι las acciones en curso A.D.Synt.9.9, ὄκνος δὲ φόβος μελλούσης ἐνεργείας Chrysipp.Stoic.3.98, διὰ τᾶς συνεχέος ἐνεργῄας Hippod.l.c., κωλύματα ... τῆς ἐνεργείας ταύτης ref. a ciertos tipos de fornicación, Ocell.55, ὁ βίος ὁ Χριστιανῶν ... ἀδιάπτωτος ἐ. Clem.Al.Paed.1.13.102
•frec. op. πάθος ‘pasividad’, ‘lo que se padece’, Hdn.Sol.296, Max.Tyr.12.2, Plot.6.1.18, Porph.in Cat.101.27.
2 energía, animación, vivacidad τοῦ ζῴου ref. su fuerza vital, Plb.1.4.7, cf. Plot.4.5.6.
3 c. gen. obj. práctica, realización, puesta en práctica τῶν καθηκόντων ἐνέργειαι Ph.1.91, ἔχει καὶ σωματικῆς ἀσκήσεως ἐνέργειαν la danza, Luc.Salt.69, τῶν δεόντων Clem.Al.Paed.1.1.2, cf. Strom.4.17.109, ἐκ τῆς ἐνεργείας τῶν τότε ὑπ' αὐτοῦ πραχθέντων Eun.Hist.17.11, σημείων Const.App.8.1.17, εἰς ἐνέργειαν ὑετῶν a la producción de lluvia Epiph.Const.Anc.5.3
•abs. realización, ejecución artística ἡ διατύπωσις τῆς ἐνεργείας τὴν αὐτὴν διάθεσιν εἶχεν la representación de la ejecución artística tenía la misma disposición en cada uno de los lados de un monumento, Aristeas 59.
II c. idea de intensidad
1 actuación o acción enérgica, energía, eficacia τοῦ βασιλέως Plb.10.31.10, ἡ διὰ τῶν πράξεων ἐ. la energía demostrada en sus acciones D.S.17.4, σφοδροτέρας ἐνεργείας γιγνομένης Onas.42.5, ἐκ π[άσης] ἐνεργίας καὶ σπουδῆς PTeb.l.c.
•c. gen. obj. uso eficaz μαχαιρῶν Plb.18.30.10, ὅπλων LXX Sap.18.22.
2 energía, vigor, fuerza física (πυκτῶν) Plb.1.57.2, τῆς πρῖν ἐνεργείης ... ἀτεμβόμενος de un paralítico AP l.c., anímica ψυχικὴ ἐ. Ptol.Tetr.3.14.7.
B usos esp. y téc.
I fil., esp. Arist.
1 acto, actualidad, actualización frec. op. δύναμις ‘potencia’, Arist.Metaph.1048a26, Rh.1411b28, Thphr.CP 6.7.5, Procl.Theol.Plat.2.7 (p.51), ἔστι δὴ ἐ. τὸ ὑπάρχειν τὸ πρᾶγμα μὴ οὕτως ὥσπερ λέγομεν δυνάμει acto es existir la cosa no del modo en que decimos en potencia Arist.Metaph.1048a31, ἐ. οὖσα acto en existencia del motor inmóvil, Arist.Metaph.1072a25, ἐ. ... ἡ καθ' αὑτήν el acto en sí identificado con la divinidad, Arist.Metaph.1072b27, ἡ ὡς ἐ. οὐσία la esencia en el sentido de acto Arist.Metaph.1042b10, frec. en dat. ἐνεργείᾳ en acto op. δυνάμει ‘en potencia’, Arist.Metaph.1045b19, GA 726b17, Thphr.CP 6.8.3, Plot.2.5.1, op. δυνάμει ‘en potencia’ y φαντασίᾳ ‘en apariencia’, Gal.14.590
•op. κίνησις ‘movimiento’, Arist.Metaph.1048b28, pero κίνησις como un tipo de ἐνέργεια Arist.Metaph.1066a6
•op. ὕλη ‘materia’, Arist.Metaph.1043a20
•op. ἐντελέχεια ‘finalidad’, Arist.Metaph.1047a30, 1050a22.
2 actividad, movimiento ἡ δὲ χαρά καὶ ἡ εὐφροσύνη κατὰ κίνησιν ἐνεργείᾳ βλέπονται Epicur.Fr.[7] 4, κατὰ κίνησίν τε καὶ ἐνέργειαν Ph.1.224, ἐ. ἐστι κίνησις δραστική Gr.Nyss. en Doct.Patr.33 (p.258.6), op. πάθος Nemes.Nat.Hom.16.217, op. οὐσία ‘substancia’, Plu.2.568c, op. ἕξις Clem.Al.Strom.7.11.66, ἐνέργεια τοῦ αἰσχροῦ op. ἀργία ‘inactividad’, Hierocl.in CA 19.6.
3 actividad, operación, acto τοῦ νοοῦντος Plot.1.4.9, πᾶσα δὲ ζωὴ ἐ. Plot.3.2.16, ἡ ἀρχὴ τῆς ἐνεργείας τῆς δυνάμεως Plot.4.3.23, cf. 3.5.2
•en rel. con la conducta op. ἕξις ‘disposición’ διαφέρει ... τὸ ἄριστον ὑπολαμβάνειν καὶ ἐν ἕξει καὶ ἐν ἐνεργείᾳ Arist.EN 1098b33, cf. Dion.Ar.CH 7.4, identif. c. ἔθος Anon.in EN 122.20, pero cf. 12.
II fisiol. y medic. actividad, función de los sentidos ὅρασις ... λέγεται ἡ τῆς ὄψεως ἐ. Arist.de An.426a13, cf. Damian.Opt.10, Ph.2.24, Iul.Ascal.52.1
•de órganos y partes del cuerpo μῦς ἐστι σῶμα ... ἐνέργειαν ἔχον προαιρετικῆς κινήσεως Ruf.Anat.69, οὔκουν ... τῶν ἐνεργειῶν εὐρωστίᾳ τε καὶ ἀρρωστίᾳ κριτέον ἐστὶ τοὺς ὑγιαίνοντάς τε καὶ νοσοῦντας Gal.6.21, cf. Arr.Epict.4.11.33, Clem.Al.Paed.2.6.52, op. ἔργον ‘obra’ y δύναμις ‘facultad’, Gal.2.7, op. ἠρεμία ‘reposo’, Steph.in Hp.Progn.160.31, 36.
III ret.
1 actividad, animación de la que se dota a seres inanimados por medio de la metáfora, Arist.Rh.1412b33, Demetr.Eloc.81, Trypho Trop.p.201.
2 presentación vívida, exposición llena de energía τῶν τοιούτων (τῶν ἐκπληκτικῶν περιπετειῶν) Plb.15.36.2, cf. Str.1.2.17
•energía, énfasis ἐνέργειαν τὸ σχῆμα ἐργάζεται Tib.Fig.26, cf. 39, def. como φράσις ὑπ' ὄψιν ἄγουσα τὸ νοουμένον Trypho Trop.p.199.
IV lingüíst., ret.
1 actividad, voz activa como una de las diátesis o voces del verbo, op. πάθος ‘voz pasiva’ y μεσότης ‘voz media’, D.T.638.9, cf. A.D.Synt.12.17, Hdn.Gr.2.832, Theodos.Can.49.11, como diátesis del nombre, en ref. a los nombres de agente, D.T.637.29, cf. Hdn.Gr.2.594
•en plu. formas activas ἐνέργειαι ... καὶ τὰ πάθη formas activas y pasivas Alex.Fig.2.14, cf. A.D.Pron.114.6.
2 en dat. ἐνεργείᾳ en acto, explícitamente op. δυνάμει ‘en potencia’, ‘implícitamente’, ref. a la presencia implícita o explícita de una letra ἐνεργείᾳ μὲν οἷον Αἴασι ... δυνάμει δὲ οἷον Φοίνιξι de la sigma, Hdn.Gr.2.773, cf. 192, Theodos.Gr.Sp.38.15.
3 fuerza, significado de un nombre, Cyr.H.Catech.7.7.
V ópt. energía, capacidad de reflejar o dejar pasar la luz τὸ κατ' ἐνέργειαν διαφανές Arist.de An.418b1, τὴν ὁμοίαν ἐνέργειαν ἀντιπέμπειν un objeto que refleja la luz, Phlp.in de An.333.10.
VI mec.
1 impulso, fuerza, potencia τῶν βελῶν Plb.8.7.2, (μηχανή) τὴν ἐναγώνιον ἐνέργειαν λαμβάνουσα δι' ἀνδρῶν οὐκ ἐλαττόνων ἢ χιλίων D.S.20.95, cf. Apollod.Poliorc.158.9.
2 funcionamiento de una máquina ἔστι ... ἄλλος ... διαβήτης τὴν αὐτὴν ἐνέργειαν ἔχων τῷ ... σίφωνι Hero Spir.1.3, cf. Aut.1.7.
VII con carácter sobrenatural
1 poder, energía
a) mág. o próximo a la magia: de la música sobre las personas, Aristid.Quint.56.6, de nombres en fórmulas mág., Origenes Cels.1.22;
b) de plantas, fármacos y objetos mágicos οὐ τῇ πείρᾳ τὴν ἐνέργειαν αὐτῶν (φαρμάκων) κανονίζοντες Dsc.1.proem.2, cf. Gal.6.467, χρησάμενοι τῇ τοῦ ἰξοῦ ἐνεργείᾳ del muérdago, Aesop.39a, cf. Hom.Clem.19.15, Orib.5.17.6, Aët.1.58, Hippiatr.33.25, de un fármaco τὴν αὐτὴν ἐνέργειαν ἀποτελοῦν producir el mismo efecto Afric.Cest.2.5, ἐνεργείας τετελεσμένης ὥστε πάντα τὸν μὴ καθαρὸν ... καταίθειν de un objeto mágico, Hld.10.8.2, cf. Epiph.Const.Gemm.M.43.300B, τούτων (ὕδατος καὶ πυρός) Ath.Al.Gent.16;
c) de la divinidad y de seres sobrenaturales ἡ ἐ. θεοῦ Διὸς Βαιτοκαικης IGLS 4028.18 (Siria II/I a.C.), cf. IStratonikeia l.c., Athenag.Leg.18.1, θείας τινὸς ἐνεργείας τὴν ἀπώλειαν ... μηχανασαμένης D.S.15.48, ἱερὰ ... ἐ. PMag.4.160, cf. 3.284, ἐνέργειαι ... ἀσώματοι ... οὖσαι, ἐν σώμασίν εἰσιν Corp.Herm.Fr.4.6
•en lit. jud.-crist., de Dios Θεοῦ ... ἐνεργείᾳ κατευθύνεται πειθώ Aristeas 266, cf. LXX 3Ma.5.28, Ep.Eph.1.19, Ep.Col.2.12, cf. Origenes Cels.2.51, Iren.Lugd.Fr.5, ἔθος ... τῇ θείᾳ γραφῇ τὴν τοῦ θεοῦ συγχώρησιν ὡς ἐνέργειαν ὀνομάζειν Thdt.Is.2.241, de los ángeles πῶς ... γνώσομαι τὰς αὐτῶν (ἀγγέλων) ἐνεργείας; Herm.Mand.6.2.2, cf. Dion.Ar.CH 13.3, del diablo κατ' ἐνέργειαν τοῦ σατανᾶ 2Ep.Thess.2.9, τοῦ πονηροῦ A.Pass.Paul.3, cf. Iust.Phil.Dial.39.6, A.Phil.2.23, Origenes Cels.1.60, Eus.LC 16 (p.249), PLond.1731.11 (VI d.C.);
d) cósmico εἰδέναι σύστασιν κόσμου καὶ ἐνέργειαν στοιχείων LXX Sap.7.17, cf. Clem.Al.Ex.Thdot.70.
2 operación o práctica mágica ἡ κατασκευὴ τῆς ἐνεργίας PMag.3.290, op. πάθος ‘sufrimiento pasivo’ λύσατε τὴν Ἰουλιανὴν ... ἀπὸ παντὸς πάθους καὶ πάσης ἐνεργίας GMA l.c.
•acto, acontecimiento sobrenatural ταῖς διὰ τῶν τυμπάνων καὶ κυμβάλων ἐνεργείαις ... ἀπομιμουμένους imitando los sobrenaturales acontecimientos (de la vida de Cibele) por medio de tímpanos y címbalos D.S.3.57.
3 astrol. influjo, efecto de la posición de los astros, Ptol.Tetr.1.9.5, 20, Vett.Val.41.22, Clem.Al.Ecl.55, Heph.Astr.1.5.1, de las horas del día Cat.Cod.Astr.7.175.7.
VIII crist.
1 función, poder asignados por el Espíritu Santo a los apóstoles y sus sucesores, como la de absolver los pecados, Chrys.M.59.471, CChalc.(451) Act.3 en Euagr.Schol.HE 2.4 (p.47.10).
2 función, cargo eclesiástico καθέδρας μὲν μετέχειν, τῶν δὲ λοιπῶν ἐνεργειῶν ἀπέχεσθαι Basil.Ep.199.27.
English (Strong)
from ἐνεργής; efficiency ("energy"): operation, strong, (effectual) working.
English (Thayer)
ἐνεργείας, ἡ (ἐνεργής, which see), working, efficiency; in the N. T. used only of superhuman power, whether of God or of the devil; of God: ἡ ἐνέργεια ἡ ἐνεργουμένη, ἐνεργεῖν ἐνέργειαν, κατ' ἐνέργειαν ἐν μέτρῳ ἑνός ἑκάστου μέρους, according to the working which agrees with the measure of (is commensurate with) every single part, κατά τήν ἐνέργειαν τοῦ δύνασθαι αὐτόν κτλ. according to the efficiency by which he is able to subject all things to himself, ἐνέργεια τοῦ Σατανᾶ, πλάνης, the power with which error works, τῆς προνοίας, Sept.; in the classics first in Aristotle; (on ἐνέργεια, ἐνεργεῖν, of diabolic influences, cf. Müller on the Epistle of Barnabas 19,6 [ET]).) (Synonym: see δύναμις, at the end.)
Greek Monolingual
η (AM ἐνέργεια)
1. δράση, κίνηση ή δραστηριότητα προς εκτέλεση έργου
2. δραστικότητα, αποτελεσματικότητα («η ενέργεια του φαρμάκου»)
3. διάθεση του ρήματος που εκφράζει δράση του υποκειμένου
νεοελλ.
1. προσπάθεια («συντονισμός ενεργειών»)
2. έμπρακτη εκδήλωση διαθέσεων, τάσεων («φιλική ενέργεια», «εχθρική, άστοχη ενέργεια»)
3. δύναμη που παράγει κίνηση, θερμότητα κ.λπ. («ηλεκτρική ενέργεια, αιολική, πυρηνική, ατομική»)
4. δύναμη που βρίσκεται στην ακμή της, που εκδηλώνεται με έντονη δραστηριότητα («ηφαίστειο εν ενεργεία»)
5. φρ. α) «πηγές ενέργειας» — φυσικές πηγές που με κατάλληλη αξιοποίηση παράγουν κίνηση, θερμότητα κ.λπ.
β) «αξιωματικός εν ενεργεία» — η κατάσταση αξιωματικού τοποθετημένου σε θέση τών σωμάτων ή υπηρεσιών ή στον οποίο έχει ανατεθεί ειδική υπηρεσία ή αποστολή
7. «προς ενέργειαν» — χαρακτηρισμός εγγράφου στο οποίο πρέπει να δοθεί απάντηση ή να κινηθούν υπηρεσιακές διαδικασίες
μσν.
1. ανδρεία
2. ένταση
αρχ.
1. φυσιολογική λειτουργία
2. δύναμη που επιφέρει εξωτερικά αποτελέσματα («δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ»)
3. φρ. «ἐνεργείᾳ ὑπάρχειν» — το να υπάρχει κάτι πραγματικά, να διαπιστώνεται η ύπαρξη του
4. ζωηρότητα ύφους και εκφράσεως.
Greek Monotonic
ἐνέργεια: ἡ, δραστηριότητα, δράση, πράξη, ενέργεια, σε Αριστ.