ἐπιπρέπω: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(13)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπρέπω]] (Α) [[πρέπω]]<br /><b>1.</b> [[εξέχω]], διακρίνομαι, [[φαίνομαι]] («οὐδὲ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι [[εἶδος]] καὶ [[μέγεθος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρμόζω]], [[ταιριάζω]], [[συμφωνώ]] («τῇ εὐδαιμονίᾳ φήσει τις τὴν κακίαν ἐπιπρέπειν;», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπιπρέπει</i><br />αρμόζει, ταιριάζει, [[πρέπει]].
|mltxt=[[ἐπιπρέπω]] (Α) [[πρέπω]]<br /><b>1.</b> [[εξέχω]], διακρίνομαι, [[φαίνομαι]] («οὐδὲ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι [[εἶδος]] καὶ [[μέγεθος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρμόζω]], [[ταιριάζω]], [[συμφωνώ]] («τῇ εὐδαιμονίᾳ φήσει τις τὴν κακίαν ἐπιπρέπειν;», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπιπρέπει</i><br />αρμόζει, ταιριάζει, [[πρέπει]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπρέπω:'''<b class="num">I.</b> εμφανίζομαι στην [[επιφάνεια]], είμαι [[ορατός]], [[προφανής]], [[εξέχω]], σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ταιριάζω]], [[αρμόζω]], είμαι [[ανάλογος]], <i>τινί</i>, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπρέπω Medium diacritics: ἐπιπρέπω Low diacritics: επιπρέπω Capitals: ΕΠΙΠΡΕΠΩ
Transliteration A: epiprépō Transliteration B: epiprepō Transliteration C: epiprepo Beta Code: e)pipre/pw

English (LSJ)

   A to be conspicuous, οὐδέ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος Od.24.252; φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα Pi.P.8.44, cf. Theoc.25.40, D.H.Din.7; ὁ ὀφθαλμὸς ἐ. τῷ μετώπῳ Luc.DMar.1.1.    II. beseem, suit, c. dat., Plu.2.794a: impers., ἐπιπρέπει it is fitting, c.inf., Xenoph.26.

German (Pape)

[Seite 972] an Etwas hervorstechen, in die Augen fallen, sichtbar sein, οὐδέ τί σοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος , nicht Knechtsgestalt zeigt sich an dir, Od. 24, 252; φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων λῆμα Pind. P. 8, 46; οἷόν τοι μέγα εἶδος ἐπιπρέπει Theocr. 25, 38; Sp. in Prosa, z. B. ὁ ὀφθαλμὸς ἐπιπρέπει τῷ μετώπῳ, nimmt sich gut darauf aus, steht dir gut, Luc. D. Mar. 1, 1; D. Hal. iud. Din. 7. – Bei Xen. Cyr. 7, 5, 83, τῇ εὐδαιμονίᾳ φήσει τις τὴν κακίαν ἐπιπρέπειν, mit der v. l. ἐπιτρέπειν, dazu passen, sich ziemen; vgl. Plut. an seni 19 u. Iac. Philostr. p. 337.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπρέπω: ἐπιφαίνομαι, φαίνομαι ὑπάρχων ἔν τινι, οὐδέ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος Ὀδ. Ω. 252· Φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶν λῆμα (καθ’ Ἕρμαννον: παῖ, σοὶ λῆμα) Πινδ. Π. 8. 63, πρβλ. Θεόκρ. 25. 40, Διον. Ἁλ. Δείναρχ. 7· ὅ τε ὀφθαλμὸς ἐπιπρέπει τῷ μετώπῳ οὐδὲν ἐνδεέστερον ὁρᾶν Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 1. ΙΙ. ἁρμόζω, πρέπει, ἔπειτα τῇ εὐδαιμονίᾳ φήσει τις ἐπιπρέπειν; Ξεν. Κύρ. 7. 5, 83, πρβλ. Πλούτ. 2. 794Α.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 se montrer à la surface, être apparent, paraître;
2 être apparent sur, τινι;
3 convenir à, τινι.
Étymologie: ἐπί, πρέπω.

English (Autenrieth)

only 3 sing., is to be seen, manifest in, Od. 24.252†.

English (Slater)

ἐπῐπρέπω
   1 be conspicuous “φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα” (P. 8.44)

Greek Monolingual

ἐπιπρέπω (Α) πρέπω
1. εξέχω, διακρίνομαι, φαίνομαι («οὐδὲ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος», Ομ. Οδ.)
2. αρμόζω, ταιριάζω, συμφωνώ («τῇ εὐδαιμονίᾳ φήσει τις τὴν κακίαν ἐπιπρέπειν;», Ξεν.)
3. απρόσ. ἐπιπρέπει
αρμόζει, ταιριάζει, πρέπει.

Greek Monotonic

ἐπιπρέπω:I. εμφανίζομαι στην επιφάνεια, είμαι ορατός, προφανής, εξέχω, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.
II. ταιριάζω, αρμόζω, είμαι ανάλογος, τινί, σε Ξεν.