ἐπιχαρής: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιχαρής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ευχάριστος]], [[χαροποιός]] («τίς ὧδε [[τλησικάρδιος]] θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ;» — [[ποιός]] απ’ τους θεούς [[είναι]] τόσο [[ασυγκίνητος]] ώστε αυτά να τον χαροποιούν; <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που χαίρεται για [[κάτι]] («εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου» — αν χάρηκα για την [[πτώση]], την [[ήττα]] τών εχθρών μου, ΠΔ)<br /><b>3.</b> (για [[πρόσωπο]]) [[ελκυστικός]], [[γοητευτικός]] («[[πόρνη]] καλή καὶ [[ἐπιχαρής]]», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> <span style="color: red;"><</span> [[χάρος]], <i>το</i> ή θ. <i>χαρ</i>- (<i>ε</i>-<i>χάρ</i>-<i>ην</i>)]. | |mltxt=[[ἐπιχαρής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ευχάριστος]], [[χαροποιός]] («τίς ὧδε [[τλησικάρδιος]] θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ;» — [[ποιός]] απ’ τους θεούς [[είναι]] τόσο [[ασυγκίνητος]] ώστε αυτά να τον χαροποιούν; <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που χαίρεται για [[κάτι]] («εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου» — αν χάρηκα για την [[πτώση]], την [[ήττα]] τών εχθρών μου, ΠΔ)<br /><b>3.</b> (για [[πρόσωπο]]) [[ελκυστικός]], [[γοητευτικός]] («[[πόρνη]] καλή καὶ [[ἐπιχαρής]]», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> <span style="color: red;"><</span> [[χάρος]], <i>το</i> ή θ. <i>χαρ</i>- (<i>ε</i>-<i>χάρ</i>-<i>ην</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιχᾰρής:''' -ές ([[χαρά]]), [[ευχάριστος]], [[αρεστός]], [[προσηνής]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A gratifying, agreeable, τίς ὧδε τλησικάρδιος.., ὅτῳ τάδ' ἐπιχαρῆ; A.Pr.161 (lyr.); πόρνη καλὴ καὶ ἐ. LXX Na.3.4. II of a person, rejoiced at, πτώματι ἐχθρῶν LXX Jb.31.29.
German (Pape)
[Seite 1002] ές, 11 erfreuend, angenehm, τινί, Aesch. Prom. 160. – 21 erfreut worüber, τινί, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχᾰρής: -ές, εὐχάριστος, χαροποιός, τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ; Αἰσχύλ. Πρ. 160. ΙΙ. ἐπὶ προσώπου, ὁ χαίρων ἐπί τινι, εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΑ΄, 29).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
réjouissant, agréable.
Étymologie: ἐπιχαίρω.
Greek Monolingual
ἐπιχαρής, -ές (Α)
1. ευχάριστος, χαροποιός («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ;» — ποιός απ’ τους θεούς είναι τόσο ασυγκίνητος ώστε αυτά να τον χαροποιούν; Αισχύλ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που χαίρεται για κάτι («εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου» — αν χάρηκα για την πτώση, την ήττα τών εχθρών μου, ΠΔ)
3. (για πρόσωπο) ελκυστικός, γοητευτικός («πόρνη καλή καὶ ἐπιχαρής», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χαρής < χάρος, το ή θ. χαρ- (ε-χάρ-ην)].
Greek Monotonic
ἐπιχᾰρής: -ές (χαρά), ευχάριστος, αρεστός, προσηνής, σε Αισχύλ.