ἐσχατάω: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. part. épq.</i> [[ἐσχατόων]];<br />être à l’extrémité.<br />'''Étymologie:''' [[ἔσχατος]]. | |btext=<i>seul. part. épq.</i> [[ἐσχατόων]];<br />être à l’extrémité.<br />'''Étymologie:''' [[ἔσχατος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐσχᾰτάω:''' ([[ἔσχατος]]), βρίσκομαι στην [[άκρη]], βρίσκομαι στο όριο, στο [[περιθώριο]], [[μένω]] [[τελευταίος]], [[υπολείπομαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. μτχ. [[ἐσχατόων]], [[παραμένω]] στην [[άκρη]] του στρατοπέδου, στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
(ἔσχατος)
A to be at the edge, Hom. (only in Il.) always in Ep. part., εἴ τινά που δητων ἕλοι ἐσχατόωντα straying about the edge of the camp, Il.10.206 ; Ἀνθηδών, Μύρσινος ἐσχατόωσα, lying on the border, 2.508, 616 ; ἕσπερος ἐ. the extreme west, Call.Del.174, cf. Theoc.7.77 ; κάρηνον ἐ. sinciput, Arat.207 : with a Verb, τεχθήσεται ἐσχατόωσα at last, Man.4.459.
German (Pape)
[Seite 1045] oder ἐσχατόω, der Aeußerste, Letzte sein, nur partic. ἐσχατόων, -τόωσα, z. B. εἴ τινά που δηΐων ἕλοι ἐσχατόωντα, einen äußersten der Feinde, einen Nachzügler, Il. 10, 206; Ἀνθηδών, Μύρσινος ἐσχατόωσα, an der äußersten Gränze gelegen, 2, 508. 616; Καύκασον ἐσχατόωντα Theocr. 5, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσχατάω: (ἔσχατος) μένω ἔσχατος, Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ., εἴ τινά που δηίων ἕλοι ἐσχατόωντα, ὕστατον ὑπολειπόμενον, Ἰλ. Κ. 206· ἐπὶ πόλεως, Ἀνθηδόνα τ᾿ ἐσχατόωσαν, «τὴν ἐν τοῖς ἐσχάτοις μέρεσι τῆς Βοιωτίας κειμένην» (Σχολ.), Β. 508, Μύρσινος ἐσχατόωσα αὐτόθι 616· ἀφ᾿ ἑσπέρου ἐσχατόωντος, ἀπὸ τῆς ἐσχάτης δύσεως, Καλλίμ. εἰς Δῆλ. 174· κάρηνον ἔσχατ., τὸ βρέγμα, Ἄρατ. 207: - μετὰ ῥήματος, τεχθήσεται ἐσχατόωσα, ἐπὶ τέλους, Μανέθων 4. 459.
French (Bailly abrégé)
seul. part. épq. ἐσχατόων;
être à l’extrémité.
Étymologie: ἔσχατος.
Greek Monotonic
ἐσχᾰτάω: (ἔσχατος), βρίσκομαι στην άκρη, βρίσκομαι στο όριο, στο περιθώριο, μένω τελευταίος, υπολείπομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. μτχ. ἐσχατόων, παραμένω στην άκρη του στρατοπέδου, στο ίδ.