εὐεστώ: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐεστώ]], -οῡς, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η καλή [[κατάσταση]], [[ησυχία]], [[ηρεμία]], [[ευτυχία]] («ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῑ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] έργου του Δημοκρίτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[εστώ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>εστί</i>), δωρ. τ. του [[ουσία]]]. | |mltxt=[[εὐεστώ]], -οῡς, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η καλή [[κατάσταση]], [[ησυχία]], [[ηρεμία]], [[ευτυχία]] («ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῑ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] έργου του Δημοκρίτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[εστώ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>εστί</i>), δωρ. τ. του [[ουσία]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐεστώ:''' -οῦς, ἡ, [[υπάρχω]], [[υφίσταμαι]], ζω, από [[εἰμί]] ([[sum]])], [[καλή]] [[κατάσταση]], [[γαλήνη]], [[ηρεμία]], [[ησυχία]], [[αταραξία]], [[ευημερία]], [[ευδαιμονία]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦς, ἡ, (εὖ, ἐστώ, v. sub εὖ)
A well-being, title of work by Democr. (of Happiness as the Supreme Good), prosperity, ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Hdt.1.85; ἐν εὐ. φίλῃ A.Th.187, Ag.929; χαίρουσαν εὐεστοῖ πόλιν ib.647, cf. Call.Aet.4.1.7.
German (Pape)
[Seite 1066] οῦς, ἡ (εἰμί), das Wohlsein, Wohlbefinden, Glückseligkeit; πόλις χαίρουσα εὐεστοῖ Aesch. Ag. 633; βίον τελευτήσαντ' ἐν εὐεστοῖ φίλῃ 903, vgl. Spt. 169; Her. 1, 85 u. Sp.; VLL. εὐθηνία, εὐδαιμονία; D. L. 9, 45 καλεῖ δὲ αὐτὴν (εὐθυμίαν) καὶ εὐεστώ; s. Lob. zu Phryn. p. 466.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεστώ: -οῦς, ἡ, (εὖ, ἐστώ, ἴδε ἐν. λ΄ εὖ), καλὴ κατάστασις, ἡσυχία, ἠρεμία, εὐτυχία, ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Ἡρόδ. 1. 85· ἐν εὐ. φίλῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 187, Ἀγ. 929· χαίρουσαν εὐεεστοῖ πόλιν Ἀγ. 647· αἰτ. εὐεστὼ Δημόκρ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 45. Πρβλ. ἐστώ, ἀεί-, ἀπεστώ. - Πρβλ. καὶ Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
bon état, bonne situation, prospérité.
Étymologie: εὖ, ἐστώ.
Greek Monolingual
εὐεστώ, -οῡς, ἡ (Α)
1. η καλή κατάσταση, ησυχία, ηρεμία, ευτυχία («ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῑ», Ηρόδ.)
2. τίτλος έργου του Δημοκρίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εστώ (< εστί), δωρ. τ. του ουσία].
Greek Monotonic
εὐεστώ: -οῦς, ἡ, υπάρχω, υφίσταμαι, ζω, από εἰμί (sum)], καλή κατάσταση, γαλήνη, ηρεμία, ησυχία, αταραξία, ευημερία, ευδαιμονία, σε Ηρόδ., Αισχύλ.