εὐήρυτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐήρυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που αντλείται εύκολα («εὐήρυτον [[ὕδωρ]]», <b>Ομ.</b> Ύμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήρυτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αρύω]] «[[αντλώ]]»].
|mltxt=[[εὐήρυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που αντλείται εύκολα («εὐήρυτον [[ὕδωρ]]», <b>Ομ.</b> Ύμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήρυτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αρύω]] «[[αντλώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐήρῠτος:''' -ον ([[ἀρύω]]), αυτός που αντλείται εύκολα, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐήρῠτος Medium diacritics: εὐήρυτος Low diacritics: ευήρυτος Capitals: ΕΥΗΡΥΤΟΣ
Transliteration A: euḗrytos Transliteration B: euērytos Transliteration C: evirytos Beta Code: eu)h/rutos

English (LSJ)

ον, (ἀρύω A)

   A good to draw, ὕδωρ h.Cer.106.

Greek (Liddell-Scott)

εὐήρῠτος: -ον, (ἀρύω) ὁ ῥᾳδίως ἀντλούμενος, ὕδωρ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 106.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à puiser.
Étymologie: εὖ, ἀρύω.

Greek Monolingual

εὐήρυτος, -ον (Α)
αυτός που αντλείται εύκολα («εὐήρυτον ὕδωρ», Ομ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήρυτος < αρύω «αντλώ»].

Greek Monotonic

εὐήρῠτος: -ον (ἀρύω), αυτός που αντλείται εύκολα, σε Ομηρ. Ύμν.