Anonymous

εὐπαράπειστος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπαράπειστος]], -ον (Α)<br />αυτός που παραπείθεται εύκολα, που εξαπατάται εύκολα με δόλιους λόγους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρα</i>-[[πείθω]] «[[πείθω]], [[εξαπατώ]]»].
|mltxt=[[εὐπαράπειστος]], -ον (Α)<br />αυτός που παραπείθεται εύκολα, που εξαπατάται εύκολα με δόλιους λόγους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρα</i>-[[πείθω]] «[[πείθω]], [[εξαπατώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐπαράπειστος:''' -ον, αυτός που εύκολα παρασύρεται, σε Ξεν.
}}
}}