ζωμήρυσις: Difference between revisions

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζωμήρυσις]], ἡ (Α)<br />μεγάλο [[κουτάλι]] που χρησιμοποιούσαν στη [[μαγειρική]] για τη [[συγκέντρωση]] και [[απόρριψη]] τών αφρών που εμφανίζονταν [[κατά]] τον βρασμό, [[ιδίως]] του κρέατος, δηλ. για το [[ξάφρισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζωμός]] <span style="color: red;">+</span> <i>άρυσις</i> <span style="color: red;"><</span> [[αρύω]]«[[αντλώ]] [[υγρό]]» με [[έκταση]] του α' φωνήεντος του β' συνθετικού].
|mltxt=[[ζωμήρυσις]], ἡ (Α)<br />μεγάλο [[κουτάλι]] που χρησιμοποιούσαν στη [[μαγειρική]] για τη [[συγκέντρωση]] και [[απόρριψη]] τών αφρών που εμφανίζονταν [[κατά]] τον βρασμό, [[ιδίως]] του κρέατος, δηλ. για το [[ξάφρισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζωμός]] <span style="color: red;">+</span> <i>άρυσις</i> <span style="color: red;"><</span> [[αρύω]]«[[αντλώ]] [[υγρό]]» με [[έκταση]] του α' φωνήεντος του β' συνθετικού].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζωμήρῠσις:''' -εως, ἡ ([[ζωμός]], [[ἀρύω]]), [[κουτάλα]] της σούπας, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωμήρῠσις Medium diacritics: ζωμήρυσις Low diacritics: ζωμήρυσις Capitals: ΖΩΜΗΡΥΣΙΣ
Transliteration A: zōmḗrysis Transliteration B: zōmērysis Transliteration C: zomirysis Beta Code: zwmh/rusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀρύω A)

   A soup-ladle, Antiph.249, Philem.Jun.1.6, Anaxipp.6.1, IG22.1416 (iv B.C.), Ath.3.126d, AP6.101 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1143] ἡ, Schaumlöffel, τἉν λίπους ἀφρολόγον Philp. 13 (VI, 101); vgl. Ath. VII, 291 c.

Greek (Liddell-Scott)

ζωμήρῠσις: -εως, ἡ, (ἀρύω) «κουτάλα ζωμοῦ, «ἡ τοῦ λίπους ἀφρηλόγος» Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 32, Φιλήμ. Νεώτ. Ἀποσπ. 1, Ἀνάξιππ. Κιθαρ. 1. Ἀθήν. 126D, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 161. 3, Ἀνθ. Π. 6. 101.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
cuiller à potage.
Étymologie: ζωμός, ἀρύω.

Greek Monolingual

ζωμήρυσις, ἡ (Α)
μεγάλο κουτάλι που χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική για τη συγκέντρωση και απόρριψη τών αφρών που εμφανίζονταν κατά τον βρασμό, ιδίως του κρέατος, δηλ. για το ξάφρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + άρυσις < αρύω«αντλώ υγρό» με έκταση του α' φωνήεντος του β' συνθετικού].

Greek Monotonic

ζωμήρῠσις: -εως, ἡ (ζωμός, ἀρύω), κουτάλα της σούπας, σε Ανθ.