θελκτήριον: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(Autenrieth)
(4)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[θέλγω]]): [[any]] [[means]] of [[charming]] or [[winning]], [[spell]], [[charm]]; attributed to the [[girdle]] of Aphrodīte, [[ἔνθα]] τέ οἱ θελκτήρια πάντα [[τέτυκτο]], Il. 14.215; of songs, θελκτήρια βροτῶν (obj. gen.), Od. 1.337; and of the [[Trojan]] Horse, a [[winsome]] [[offering]] to the gods, Od. 8.509.
|auten=([[θέλγω]]): [[any]] [[means]] of [[charming]] or [[winning]], [[spell]], [[charm]]; attributed to the [[girdle]] of Aphrodīte, [[ἔνθα]] τέ οἱ θελκτήρια πάντα [[τέτυκτο]], Il. 14.215; of songs, θελκτήρια βροτῶν (obj. gen.), Od. 1.337; and of the [[Trojan]] Horse, a [[winsome]] [[offering]] to the gods, Od. 8.509.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θελκτήριον:''' ον ([[θέλγω]]), αυτός που γοητεύει, που μαγεύει, που σαγηνεύει, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">• [[θελκτήριον]]:</b> τό ([[θέλγω]]), [[ξόρκι]], [[θέλγητρο]], [[φυλαχτό]], λέγεται για τη [[ζώνη]] της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· [[θεῶν]] [[θελκτήριον]], [[μέσο]] κατευνασμού των θεών, σε Ομήρ. Οδ.· <i>νεκροῖς θελκτήρια</i>, προσφορές στα πνεύματα των Νεκρών, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελκτήριον Medium diacritics: θελκτήριον Low diacritics: θελκτήριον Capitals: ΘΕΛΚΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: thelktḗrion Transliteration B: thelktērion Transliteration C: thelktirion Beta Code: qelkth/rion

English (LSJ)

τό,

   A charm, spell, of the girdle of Aphrodite, ἔνθα τέ οἱ θ. πάντα τέτυκτο Il.14.215; of heroic lays, βροτῶν θελκτήρια Od.1.337; θεῶν θ. 8.509; πόνων θελκτήρια means of lightening toil, A.Ch.670 (s. v.l.); γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θ. Id.Eu.886; νεκροῖς θελκτήρια, of offerings to the Manes, E.IT166 (lyr.); ψυχῆς θ. Men. 559.

German (Pape)

[Seite 1193] τό, Zaubermittel, Alles, was einen zauberhaften, wunderbaren Reiz hat, zauberhafte Gewalt auf die Gemüther ausübt; vom Zaubergürtel der Aphrodite, ἔνθα δέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο, Il. 14, 215; π ολλὰ γὰρ ἄλλα βροτῶν θελκτήρια οἶδας, von Gesängen, Od. 1, 337; καὶ ἐάαν μέγ' ἄγαλμα θεῶν θελκτήριον εἶναι, was die Götter erfreu't, gewinnt, 8, 509; γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον Aesch. Eum. 846; πόνων θελκτήρια, Linderungsmittel, Ch. 659; Nic. Ti. 865; von den Todtenopfern, ἃ νεκροῖς θελκτήρια κεῖται, Eur. I. T. 166. Eigtl. neutr. von

Greek (Liddell-Scott)

θελκτήριον: τό, = θέλγητρόν, θέλκτρον, ἐπὶ τοῦ κεστοῦ τῆς Ἀφροδίτης, ἔνθα τέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο Ἰλ. Ξ. 215˙ ἐπὶ ἡρωϊκῶν ᾀσμάτων, βροτῶν θελκτήρια Ὀδ. Α. 337˙ θεῶν θελκτήριον, μέσον τέρπον, καταπραΰνον τοὺς θεούς, Θ. 509˙ πόνων θελκτήρια, μέσα πρὸς ἐλάφρυνσιν κόπων, Αἰσχύλ. Χο. 670˙ γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θ. ὁ αὐτ. Εὐμ. 886˙ νεκροῖς θελκτήρια, ἐπὶ ἐναγισμάτων προσφερομένων εἰς τὰς ψυχὰς τῶν τεθνεώτων, Εὐρ. Ι. Τ. 166˙ ψυχῆς θ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 23.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 charme magique, enchantement;
2 moyen d’apaiser : βροτῶν θελκτήρια OD chants qui charment l’esprit des mortels ; θεῶν θελκτήριον OD offrande propre à apaiser les dieux ; νεκροῖς θελκτήριον EUR offrandes pour apaiser les mânes ; πόνων θελκτήρια ESCHL adoucissement aux fatigues.
Étymologie: θέλγω.

English (Autenrieth)

(θέλγω): any means of charming or winning, spell, charm; attributed to the girdle of Aphrodīte, ἔνθα τέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο, Il. 14.215; of songs, θελκτήρια βροτῶν (obj. gen.), Od. 1.337; and of the Trojan Horse, a winsome offering to the gods, Od. 8.509.

Greek Monotonic

θελκτήριον: ον (θέλγω), αυτός που γοητεύει, που μαγεύει, που σαγηνεύει, σε Αισχύλ., Ευρ.
θελκτήριον: τό (θέλγω), ξόρκι, θέλγητρο, φυλαχτό, λέγεται για τη ζώνη της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· θεῶν θελκτήριον, μέσο κατευνασμού των θεών, σε Ομήρ. Οδ.· νεκροῖς θελκτήρια, προσφορές στα πνεύματα των Νεκρών, σε Ευρ.