ἰδίωσις: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰδίωσις]], ἡ (ΑΜ) [[ιδιούμαι]]<br />[[οικειοποίηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απομόνωση]].
|mltxt=[[ἰδίωσις]], ἡ (ΑΜ) [[ιδιούμαι]]<br />[[οικειοποίηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απομόνωση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰδίωσις:''' -εως, ἡ ([[ἰδιόομαι]]), [[διάκριση]], [[διαστολή]], [[χώρισμα]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδίωσις Medium diacritics: ἰδίωσις Low diacritics: ιδίωσις Capitals: ΙΔΙΩΣΙΣ
Transliteration A: idíōsis Transliteration B: idiōsis Transliteration C: idiosis Beta Code: i)di/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A isolation, opp. κοινωνία, Pl.R.462b; appropriation, Plu.2.644d.

German (Pape)

[Seite 1237] ἡ, das Beziehen auf das Einzelne, Betreffen des Einzelnen, Ggstz κοινωνία, Plat. Rep. V, 462 b, wie Plut. Symp. 2, 10, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδίωσις: -εως, ἡ, (ἰδιόω) διάκρισις, διαστολή, χώρισμα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κοινωνία, Πλάτ. Πολ. 462Β, Πλούτ. 2. 644D.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
distinction entre les choses, selon leurs caractères propres.
Étymologie: ἰδιόω.

Greek Monolingual

ἰδίωσις, ἡ (ΑΜ) ιδιούμαι
οικειοποίηση
αρχ.
απομόνωση.

Greek Monotonic

ἰδίωσις: -εως, ἡ (ἰδιόομαι), διάκριση, διαστολή, χώρισμα, σε Πλάτ.