ἰσάζω: Difference between revisions
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ισιάζω]] και [[σιάζω]] και [[σάζω]] (ΑΜ [[ἰσάζω]], Μ και [[σάζω]], ἐσιάζω, ἰσιάζω, [[σιάζω]])<br /><b>βλ.</b> [[σιάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴσος]]. Ο τ. [[σιάζω]] [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> [[ἰσάζω]] με [[επίδραση]] του <i>ἴσιος</i> [[είτε]] απευθείας από το <i>ἴσιος</i>, με σίγηση του προτονικού (στο [[ρήμα]]) φωνήεντος <i>ι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> (<i>ἡ</i>)<i>γούμενος</i>, (<i>ὑ</i>)[[βρίζω]], (<i>ὑ</i>)[[ψηλός]] κ.ά.]. | |mltxt=και [[ισιάζω]] και [[σιάζω]] και [[σάζω]] (ΑΜ [[ἰσάζω]], Μ και [[σάζω]], ἐσιάζω, ἰσιάζω, [[σιάζω]])<br /><b>βλ.</b> [[σιάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴσος]]. Ο τ. [[σιάζω]] [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> [[ἰσάζω]] με [[επίδραση]] του <i>ἴσιος</i> [[είτε]] απευθείας από το <i>ἴσιος</i>, με σίγηση του προτονικού (στο [[ρήμα]]) φωνήεντος <i>ι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> (<i>ἡ</i>)<i>γούμενος</i>, (<i>ὑ</i>)[[βρίζω]], (<i>ὑ</i>)[[ψηλός]] κ.ά.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰσάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>· Παθ., αόρ. αʹ <i>ἰσάσθην</i>, παρακ. <i>ἴσασμαι</i> ([[ἴσος]])· [[εξισώνω]], [[εξισορροπώ]], [[εξομοιώνω]], λέγεται για [[πρόσωπο]] που κρατά [[ζυγαριά]], που ζυγίζει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἰσάζω]] [[τὰς]] κτήσεις, τις κάνω ισάξιες, ίσες, σε Αριστ. — Μέσ., εξομοιώνομαι, [[θέλω]] να κάνω τον εαυτό μου ίσο με κάποιον [[άλλο]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
—Pass., fut.
A ἰσασθήσομαι Arist.EE 1243b31: aor. 1 ἰσάσθην Id.EN1133a14: pf. ἴσασμαι ib.b5: (ἴσος):— make equal, balance, of a person holding scales, σταθμὸν . . καὶ εἴριον . . ἀνέλκει ἰσάζουσ' Il.12.435; ἰ. τὰς κτήσεις to equalize them, Arist.Pol. 1265a38; ἰ. τὸ ἄνισον Id.EN1132a7; τὴν φιλίαν ib.1163b33:—Med., make oneself equal to another, οὕνεκ' ἄρα Λητοῖ ἰσάσκετο (sc. Νιόβη) Il. 24.607:—Pass., to be made or to be equal, θεοῖς Pl.Ti.41c: abs., Arist. EN1133a14, al.; μήκει ποδὸς ἴχνος ἰσάζεται Nic.Th.286; δίστιχα ψήφοισιν ἰσάζεται AP9.356 (Leon.). II intr. in Act., to be equal, Pl.Lg.773a, Arist.EN1154b24; ἀλλήλοις Id.Pol.1304a39. 2 to be even, normal, Hp.Morb.4.49. [ῑ in Hom.; ῐ in Nic.Th.286, 886.]
German (Pape)
[Seite 1262] gleich machen; von einer wägenden Frau, σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα Il. 12, 435; τὰς κτήσεις Arist. pol. 2, 6; pass., ἀνάγκη πρότερον ὑπάρχειν τὴν ἀνισότητα αὐτοῖς τοῦ ἰσασθῆναι Metaph. 13, 4; ἰσάζεται ψήφοις δίστιχα Leon. Al. 14 (IX, 356); med., sich gleichstellen, gleichachten, Λητοῖ ἰσάσκετο Il. 24, 607; gleichkommen, δι' ἐμοῦ ταῦτα γιγνόμενα θεοῖς ἰσάζοιτ' ἄν Plat. Tim. 41 c; auch im act. intr., gleich sein, Legg. VI, 773 a; Pol. 6, 29, 5; D. Sic. 17, 1. [Hom. braucht ι lang.]
Greek (Liddell-Scott)
ἰσάζω: μέλλ. άσω: - Παθ. μέλλ. ἰσασθήσομαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 26: ἀόρ. ἰσάσθην: πρκμ. ἴσασμαι: (ἴσος). Κάμνω τι ἴσον, φέρω εἰς ἰσορροπίαν, ἐπὶ ἀνθρώπου ζυγίζοντος, γυνὴ χερνῆτις.. σταθμὸν ἔχουσα.. ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσ’ Ἰλ. Μ. 435· ἰσ. τὰς κτήσεις, ἴσας ποιεῖν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 10· ὥστε τὸ ἄδικον τοῦτο ἄνισον ὂν ἰσάζειν πειρᾶται ὁ δικαστὴς ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 4, 4. πρβλ. 9. 1, 1. - Μέσ., θέλω νὰ κάμνω ἐμαυτὸν ἴσον πρός τινα, οὕνεκ’ ἄρα Λητοῖ ἰσάσκετο (δηλ. ἡ Νιόβη) Ἰλ. Ω. 607. - Παθ., γίνομαι ἢ εἶμαι ἴσος τινί, θεοῖς Πλάτ. Τίμ. 41C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 9, κ. ἀλλ.· μηκέτι μὲν ποδὸς ἴχνος ἰσάζεται, κατὰ τὸ βάδισμα, Νικ. Θηρ. 286. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., εἶμαι ἴσος, Πλάτ. Νόμ. 773Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 14, 8, Πολιτικ. 5. 4, 11, κ. ἀλλ. ῑ παρ’ Ὁμήρῳ· ῐ ἐν Νικ. Θηρ. 286, 886.
French (Bailly abrégé)
f. ἰσάσω : Pass. ao. ἰσάσθην, pf. ἴσασμαι;
1 tr. rendre égal, égaliser, acc. ; Pass. être égalisé ou égalé à : τινι ou πρός τινα, à qqn;
2 intr. être égal à, semblable à;
Moy. ἰσάζομαι devenir ou se rendre égal à, τινι.
Étymologie: ἴσος.
Greek Monolingual
και ισιάζω και σιάζω και σάζω (ΑΜ ἰσάζω, Μ και σάζω, ἐσιάζω, ἰσιάζω, σιάζω)
βλ. σιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος. Ο τ. σιάζω είτε < ἰσάζω με επίδραση του ἴσιος είτε απευθείας από το ἴσιος, με σίγηση του προτονικού (στο ρήμα) φωνήεντος ι- (πρβλ. (ἡ)γούμενος, (ὑ)βρίζω, (ὑ)ψηλός κ.ά.].
Greek Monotonic
ἰσάζω: μέλ. -άσω· Παθ., αόρ. αʹ ἰσάσθην, παρακ. ἴσασμαι (ἴσος)· εξισώνω, εξισορροπώ, εξομοιώνω, λέγεται για πρόσωπο που κρατά ζυγαριά, που ζυγίζει, σε Ομήρ. Ιλ.· ἰσάζω τὰς κτήσεις, τις κάνω ισάξιες, ίσες, σε Αριστ. — Μέσ., εξομοιώνομαι, θέλω να κάνω τον εαυτό μου ίσο με κάποιον άλλο, σε Ομήρ. Ιλ.