ἰσθμός: Difference between revisions

5
(18)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἰσθμός]], ὁ και σε <b>επιγρ.</b> και ή)<br /><b>1.</b> στενή [[λωρίδα]] γης που χωρίζει δύο θάλασσες και ενώνει δύο στεριές («ο [[ισθμός]] της Παλλήνης»)<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>ο Ισθμός</i><br />ο Ισθμός της Κορίνθου<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοιλότητα]] του σώματος που ενώνει δύο ευρύτερες κοιλότητες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στενή [[διάβαση]], «[[λαιμός]]»<br /><b>2.</b> [[φάρυγγας]], [[λαιμός]]<br /><b>3.</b> στενή [[κορυφογραμμή]] στον Καύκασο [[μεταξύ]] Κασπίας και Ευξείνου<br /><b>4.</b> (για [[θάλασσα]]) [[διώρυγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέθηκε με το [[εἶμι]] «[[πηγαίνω]]» και σχηματίστηκε με [[επίθημα]] -<i>θμο</i>-, το οποίο απαντά στον παράλληλο τ. <i>Ἰ</i>-<i>θμός</i> (σε δελφική [[επιγραφή]]) και στα <i>ἴ</i>-<i>θμα</i>, <i>εἰσ</i>-<i>ί</i>-<i>θμη</i>. Το -<i>σ</i>- όμως της λ. παραμένει ανερμήνευτο, ενώ η [[αναγωγή]] σε ΙΕ τ. <i>idh</i>-<i>dhmo</i>- [[είναι]] αβέβαιη. Τέλος, από σημασιολογικής πλευράς η λ. [[ἰσθμός]] μπορεί να συνδεθεί με αρχ. νορβ. <i>eid</i> «ἱσθμός» <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>oi</i>-<i>dho</i>- (ή <i>oi</i>-<i>to</i>)].
|mltxt=ο (Α [[ἰσθμός]], ὁ και σε <b>επιγρ.</b> και ή)<br /><b>1.</b> στενή [[λωρίδα]] γης που χωρίζει δύο θάλασσες και ενώνει δύο στεριές («ο [[ισθμός]] της Παλλήνης»)<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>ο Ισθμός</i><br />ο Ισθμός της Κορίνθου<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοιλότητα]] του σώματος που ενώνει δύο ευρύτερες κοιλότητες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στενή [[διάβαση]], «[[λαιμός]]»<br /><b>2.</b> [[φάρυγγας]], [[λαιμός]]<br /><b>3.</b> στενή [[κορυφογραμμή]] στον Καύκασο [[μεταξύ]] Κασπίας και Ευξείνου<br /><b>4.</b> (για [[θάλασσα]]) [[διώρυγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέθηκε με το [[εἶμι]] «[[πηγαίνω]]» και σχηματίστηκε με [[επίθημα]] -<i>θμο</i>-, το οποίο απαντά στον παράλληλο τ. <i>Ἰ</i>-<i>θμός</i> (σε δελφική [[επιγραφή]]) και στα <i>ἴ</i>-<i>θμα</i>, <i>εἰσ</i>-<i>ί</i>-<i>θμη</i>. Το -<i>σ</i>- όμως της λ. παραμένει ανερμήνευτο, ενώ η [[αναγωγή]] σε ΙΕ τ. <i>idh</i>-<i>dhmo</i>- [[είναι]] αβέβαιη. Τέλος, από σημασιολογικής πλευράς η λ. [[ἰσθμός]] μπορεί να συνδεθεί με αρχ. νορβ. <i>eid</i> «ἱσθμός» <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>oi</i>-<i>dho</i>- (ή <i>oi</i>-<i>to</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰσθμός:''' -οῦ, ὁ ([[εἶμι]], [[ibo]]), [[λαιμός]] (βλ. [[ἴσθμιον]])·<br /><b class="num">1.</b> οποιοδήποτε στενό [[πέρασμα]]· [[ιδίως]], [[λωρίδα]] γης [[μεταξύ]] [[δύο]] θαλασσών, [[ισθμός]], [[διώρυγα]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ὁ [[Ἰσθμός]] [[απλώς]], ο Ισθμός της Κορίνθου, σε Ηρόδ.
}}
}}