κανηφόρος: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κανηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει [[κάνιστρο]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[κανηφόρος]]<br />α) [[τίτλος]] ιέρειας<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κανηφόροι</i><br />i) [[ονομασία]] τών παρθένων που κρατούσαν [[πάνω]] στο [[κεφάλι]] κάνιστρα με τα ιερά σκεύη [[κατά]] την [[τέλεση]] εορταστικών πομπών<br />ii) τα έργα τέχνης που αναπαριστούσαν τις κανηφόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[κανηφόρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κανε</i>-<i>η</i>-[[φόρος]] ([[αντί]] του αναμενόμενου <i>κανεο</i>-[[φόρος]]) <span style="color: red;"><</span> [[κάνεον]] «[[πανέρι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αχθο</i>-[[φόρος]], <i>κερδο</i>-[[φόρος]]. Το -<i>η</i>-[[είναι]] συνδετικό [[φωνήεν]] που εμφανίζεται σε πολλές περιπτώσεις [[αντί]] του -<i>ο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δρεπαν</i>-<i>η</i>-[[φόρος]], <i>ομφαλ</i>-<i>η</i>-[[τόμος]])].
|mltxt=[[κανηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει [[κάνιστρο]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[κανηφόρος]]<br />α) [[τίτλος]] ιέρειας<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κανηφόροι</i><br />i) [[ονομασία]] τών παρθένων που κρατούσαν [[πάνω]] στο [[κεφάλι]] κάνιστρα με τα ιερά σκεύη [[κατά]] την [[τέλεση]] εορταστικών πομπών<br />ii) τα έργα τέχνης που αναπαριστούσαν τις κανηφόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[κανηφόρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κανε</i>-<i>η</i>-[[φόρος]] ([[αντί]] του αναμενόμενου <i>κανεο</i>-[[φόρος]]) <span style="color: red;"><</span> [[κάνεον]] «[[πανέρι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αχθο</i>-[[φόρος]], <i>κερδο</i>-[[φόρος]]. Το -<i>η</i>-[[είναι]] συνδετικό [[φωνήεν]] που εμφανίζεται σε πολλές περιπτώσεις [[αντί]] του -<i>ο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δρεπαν</i>-<i>η</i>-[[φόρος]], <i>ομφαλ</i>-<i>η</i>-[[τόμος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κρατά [[ιερό]] [[κάνιστρο]]· <i>Κανηφόροι</i>, <i>αἱ</i>, αυτές που κρατούν τα Ιερά Κάνιστρα· στην Αθήνα, παρθένες που έφεραν πάνω στα κεφάλια τους καλάθια που περιείχαν ιερά [[σκεύη]] που χρησιμοποιούνταν στις γιορτές προς [[τιμή]] της Δήμητρας, του Διονύσου και της Αθηνάς, σε Αριστοφ.
}}
}}