καταπλαστός: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπλαστός]], -όν (Α) [[καταπλάσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που τοποθετείται ως [[κατάπλασμα]] («[[φάρμακον]] καταπλαστόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> φτειασιδωμένος, [[προσποιητός]], [[πλαστός]], [[ψεύτικος]].
|mltxt=[[καταπλαστός]], -όν (Α) [[καταπλάσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που τοποθετείται ως [[κατάπλασμα]] («[[φάρμακον]] καταπλαστόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> φτειασιδωμένος, [[προσποιητός]], [[πλαστός]], [[ψεύτικος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπλαστός:''' -όν, αυτός που έχει τεθεί ως [[κατάπλασμα]], καταπλαστὸν [[φάρμακον]], [[κατάπλασμα]], [[έμπλαστρο]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλαστός Medium diacritics: καταπλαστός Low diacritics: καταπλαστός Capitals: ΚΑΤΑΠΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: kataplastós Transliteration B: kataplastos Transliteration C: kataplastos Beta Code: kataplasto/s

English (LSJ)

όν,

   A plastered over, φάρμακον καταπλαστόν, = κατάπλασμα, plaster, Ar.Pl.717; opp. Χριστά and ποτά, v. Sch.ad loc.    II metaph., affected, ἀπαμφιεῖ τὸ κ. σου ἡ μέθη your false assumptions, Men.339; κ. βαρύτης Plu.2.44a.

Greek (Liddell-Scott)

καταπλαστός: -όν, ὁ καταπλασσόμενος, ἐπιτιθέμενος ὡς κατάπλασμα, καταπλαστὸν φάρμακον= κατάπλασμα, φάρμακον κατ. ἐνεχείρισε τρίβειν, τρεῖς κεφαλὰς σκορόδων Ἀριστοφ. Πλ. 717· ὅπου ὁ Σχολ. σημειοῖ τρία εἴδη φαρμάκων, τὰ καταπλαστὰ (καταπλασσόμενα), τὰ χριστὰ (χριόμενα) καὶ τὰ πιστὰ (=πινόμενα). ΙΙ. μεταφ., προσποιητός, πλαστός, ἐψιμυθιωμένος, Λατ. fucatus, τὸ κ. σου, αἱ προσποιήσεις σου, τὰ καμώματά σου, Μένανδ. ἐν «Μισουμ.» 9· κ. βαρύτης Πλούτ. 3, 44Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui sert à enduire, particul. qu’on applique comme un emplâtre;
2 fardé ; fig. feint, peu naturel.
Étymologie: adj. verb. de καταπλάσσω.

Greek Monolingual

καταπλαστός, -όν (Α) καταπλάσσω
1. αυτός που τοποθετείται ως κατάπλασμαφάρμακον καταπλαστόν», Αριστοφ.)
2. μτφ. φτειασιδωμένος, προσποιητός, πλαστός, ψεύτικος.

Greek Monotonic

καταπλαστός: -όν, αυτός που έχει τεθεί ως κατάπλασμα, καταπλαστὸν φάρμακον, κατάπλασμα, έμπλαστρο, σε Αριστοφ.