κελευθήτης: Difference between revisions
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κελευθήτης]], ὁ (Α)<br />ο [[οδοιπόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλευθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήτης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυλ</i>-<i>ήτης</i>, <i>σκην</i>-<i>ήτης</i>)]. | |mltxt=[[κελευθήτης]], ὁ (Α)<br />ο [[οδοιπόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλευθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήτης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυλ</i>-<i>ήτης</i>, <i>σκην</i>-<i>ήτης</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κελευθήτης:''' -ου, ὁ, [[οδοιπόρος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A wayfarer, AP6.120 (Leon.: prob. -ίτης).
German (Pape)
[Seite 1414] ὁ, der Wanderer, Leon. Tar. 60 (VI, 120).
Greek (Liddell-Scott)
κελευθήτης: -ου, ὁ, ὁδοιπόρος, Ἀνθ. Π. 6. 120, πρβλ. κελευθοπόρος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
voyageur.
Étymologie: κέλευθος.
Greek Monolingual
κελευθήτης, ὁ (Α)
ο οδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + κατάλ. -ήτης (πρβλ. αυλ-ήτης, σκην-ήτης)].
Greek Monotonic
κελευθήτης: -ου, ὁ, οδοιπόρος, σε Ανθ.