κένωσις: Difference between revisions

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />vacuité, état d’un corps vide.<br />'''Étymologie:''' [[κενόω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />vacuité, état d’un corps vide.<br />'''Étymologie:''' [[κενόω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κένωσις:''' -εως, ἡ ([[κενόω]]), [[άδειασμα]], [[εκκένωση]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:49, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κένωσις Medium diacritics: κένωσις Low diacritics: κένωσις Capitals: ΚΕΝΩΣΙΣ
Transliteration A: kénōsis Transliteration B: kenōsis Transliteration C: kenosis Beta Code: ke/nwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A emptying, depletion, οὐχὶ πεῖνα καὶ δίψα . . κενώσεις τινές εἰσι . . ; Pl.R.585b, cf. Phlb.35b, BGU904.13 (ii A.D.): —poet. κενέωσις, πόντου κ. ἀνὰ πέδον Pi.Fr.107.12: metaph., κένωσις βίου Vett.Val.190.30; κ. τοῦ γιγνώσκειν Iamb.Comm.Math.11.    2 Medic., evacuation, Hp.Aph.2.8, interpol.in Dsc.2.50; κ. τῶν οἰκείων, opp. κάθαρσις τῶν ἀλλοτρίων, Gal.18(2).134.    b depletion, low diet, opp. πλήρωσις, Hp.VM9, cf. Art.49; κ. σίτου ib.50.    3 of the moon, waning, opp. πλήρωσις, Epicur.Ep.2p.40U.

German (Pape)

[Seite 1419] ἡ, das Ausleeren, die Ausleerung, Leere, Ggstz πλήρωσις, Plat. Phil. 42 c, πλησμονή, Conv. 186 c; οὐχὶ πεῖνα καὶ δίψα κενώσεις τινές εἰσι τῆς περὶ τὸ σῶμα ἕξεως Rep. IX, 585 a; oft bei den Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κένωσις: -εως, ἡ, τὸ κενοῦν, τὸ εἶναι κενόν, οὐχὶ πεῖνα καὶ δίψα... κενώσεις τινές εἰσι...; Πλάτ. Πολ. 585Α, πρβλ. Φίληβ. 35Β· ποιητ. κενέωσις, πόντου κ. ἐπὶ πέδον Πινδ. Ἀποσπ. 74. 9. 2) ἐλάττωσις τοῦ αἵματος, πενιχρὰ δίαιτα, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, πρβλ. π. Ἄρθρ. 816· κ. σίτου ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 817.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
vacuité, état d’un corps vide.
Étymologie: κενόω.

Greek Monotonic

κένωσις: -εως, ἡ (κενόω), άδειασμα, εκκένωση, σε Πλάτ.