κνησμονή: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(20)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κνησμονή]])<br />ο [[κνησμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κνῆσμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[πημονή]]: [[πῆμα]], [[φλεγμονή]]: [[φλέγμα]])].
|mltxt=η (AM [[κνησμονή]])<br />ο [[κνησμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κνῆσμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[πημονή]]: [[πῆμα]], [[φλεγμονή]]: [[φλέγμα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κνησμονή:''' ἡ = [[κνησμός]], <i>ὁ</i>, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνησμονή Medium diacritics: κνησμονή Low diacritics: κνησμονή Capitals: ΚΝΗΣΜΟΝΗ
Transliteration A: knēsmonḗ Transliteration B: knēsmonē Transliteration C: knismoni Beta Code: knhsmonh/

English (LSJ)

ἡ, = sq., Archig. ap. Aët.3.167, Orib.Fr.116, App.Anth.3.158 (pl.), Gp.1.12.34.

German (Pape)

[Seite 1460] ἡ, = κνησμός, Ep. ad. 445 (App. 304) u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κνησμονή: ἡ, = κνησμός, ὁ Ἀνθ. Π. παράρτ. 304, Γεωπ. 1. 12. 34.

Greek Monolingual

η (AM κνησμονή)
ο κνησμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κνῆσμα (πρβλ. πημονή: πῆμα, φλεγμονή: φλέγμα)].

Greek Monotonic

κνησμονή: ἡ = κνησμός, , σε Ανθ.