κοππατίας: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοππατίας]], ὁ (Α) [[κόππα]]<br />(για ίππο) ο στιγματισμένος, αυτός που φέρει [[έγκαυμα]] με το [[σημείο]] [[κόππα]] («ὅτ' ἐπριάμην τὸν κοππατίαν [ενν. <i>ἵππον</i>]», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[κοππατίας]], ὁ (Α) [[κόππα]]<br />(για ίππο) ο στιγματισμένος, αυτός που φέρει [[έγκαυμα]] με το [[σημείο]] [[κόππα]] («ὅτ' ἐπριάμην τὸν κοππατίαν [ενν. <i>ἵππον</i>]», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοππᾰτίας:''' ὁ, αυτός που φέρει ως [[σημάδι]] [[κάψιμο]] με [[εντύπωση]] του γράμματος [[κόππα]] (Ϙ)· [[ἵππος]] κ., σε Αριστοφ.· πρβλ. [[σαμφόρας]].
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοππᾰτίας Medium diacritics: κοππατίας Low diacritics: κοππατίας Capitals: ΚΟΠΠΑΤΙΑΣ
Transliteration A: koppatías Transliteration B: koppatias Transliteration C: koppatias Beta Code: koppati/as

English (LSJ)

ὁ,

   A branded with the letter Koppa as a mark, ἵππος κ. Ar. Nu.23 (with a play on κόπτω), 438, Fr.42.

German (Pape)

[Seite 1483] ὁ, ἵππος, ein Pferd, dem der Buchstabe Koppa (s. das Vorige) als Zeichen auf dem Schenkel eingebrannt war; es soll Korinth bedeutet haben, wo es vortreffliche Gestüte gab, die auf den Pegasus zurückgeführt wurden; Ar. Nubb. 23 (mit Anspielung auf κόπτω). 437. – Vgl. σαμφόρας.

Greek (Liddell-Scott)

κοππᾰτίας: ὁ, ἔχων ἔγκαυμα τοῦ γράμματος κόππα, (³) ὡς σημεῖον, ἵππος κ. Ἀριστοφ. Νεφ. 23 (μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως, κόπτω) 438, Ἀποσπ. 135. Λέγεται δὲ ὅτι ἐσήμαινε τὸ Κορινθιακὸν γένος τῶν ἵππων (ἴδε ἐν λ. κόππα), ὧν ἡ καταγωγὴ μυθικῶς ἀνεβιβάζετο μέχρι τοῦ Πηγάσου. ― Πρβλ. σαμφόρας, βουκέφαλος.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
marqué d’un qoppa sur la cuisse (cheval), signe d’une victoire remportée aux courses.
Étymologie: κόππα.

Greek Monolingual

κοππατίας, ὁ (Α) κόππα
(για ίππο) ο στιγματισμένος, αυτός που φέρει έγκαυμα με το σημείο κόππα («ὅτ' ἐπριάμην τὸν κοππατίαν [ενν. ἵππον]», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

κοππᾰτίας: ὁ, αυτός που φέρει ως σημάδι κάψιμο με εντύπωση του γράμματος κόππα (Ϙ)· ἵππος κ., σε Αριστοφ.· πρβλ. σαμφόρας.