κωλύμη: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωλύμη]], ἡ (Α)<br />[[κώλυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κωλύ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γνώ</i>-<i>μη</i>, <i>επιστή</i>-<i>μη</i>)].
|mltxt=[[κωλύμη]], ἡ (Α)<br />[[κώλυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κωλύ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γνώ</i>-<i>μη</i>, <i>επιστή</i>-<i>μη</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κωλύμη:''' [ῡ], ἡ = [[κώλυμα]], <i>ἐπὶ κωλύμῃ</i>, για το σκοπό της παρεμπόδισης, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλύμη Medium diacritics: κωλύμη Low diacritics: κωλύμη Capitals: ΚΩΛΥΜΗ
Transliteration A: kōlýmē Transliteration B: kōlymē Transliteration C: kolymi Beta Code: kwlu/mh

English (LSJ)

[ῡ], ἡ,

   A = κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ for the purpose of hindering, Th.1.92; ταῖς κ. ταύταις ἱκανῶς . . εἰρχθῆναι by these impediments, Id.4.63; a poetical word in Th., cf. D.H.Amm. 2.3.

German (Pape)

[Seite 1542] ἡ, = κώλυμα, Thuc. 1, 92. 4, 63 u. Sp., wie Hdn. 8, 8, 12.

Greek (Liddell-Scott)

κωλύμη: ῡ, ἡ, = κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ, πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ ἐμποδίσῃ τις, Θουκ. 1. 92· ταῖς κ. ταύταις ἱκανῶς... εἰρχθῆναι, διὰ τῶν ἐμποδίων τούτων, ὁ αὐτ. 4. 63· ― Διον. ὁ Ἁλ. σημειοῦται τὴν λέξιν ταύτην ὡς Θουκυδίδειον, Περὶ τῶν Θουκυδίδου ἰδιωμάτων 3.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. κώλυμα.

Greek Monolingual

κωλύμη, ἡ (Α)
κώλυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωλύ-ω + επίθημα -μη (πρβλ. γνώ-μη, επιστή-μη)].

Greek Monotonic

κωλύμη: [ῡ], ἡ = κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ, για το σκοπό της παρεμπόδισης, σε Θουκ.